Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

στρωτή

  • 1 κουβέντα

    η разговор, беседа;

    § στρογγυλές κουβέντες — разговор начистоту, без обиняков;

    στρωτή κουβέντα — плавная речь, беседа;

    αλλάζω κουβέντα — переводить разговор на другое, менять тему разговора;

    λέ(γ)ω παχιές κουβέντες — а) давать пустые обещания; — б) пустословить;

    ανοίγω ( — или πιάνω την) κουβέντα — или τό στρώνω στην κουβέντα — заводить разговор;

    ξεχάστηκαν πιάνοντας κουβέντα — а) они разговорились; — б) они заговорились;

    δεν εβγαλε κουβέντα — он не проронил ни слова;

    ήρθε η κουβέντα — или τώφερε η κουβέντα — зашла речь о...;

    με μιά κουβέντα — достаточно одного только слова;

    χωρίς περιττές κουβέντες — без лишних разговоров;

    ψιλή κουβέντ — длительный, долгий разговор

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κουβέντα

См. также в других словарях:

  • στρωτή — ἡ, Α πιθ. λιθόστρωτο πεζοδρόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού ρηματ. επιθ. στρωτός] …   Dictionary of Greek

  • υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… …   Dictionary of Greek

  • ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… …   Dictionary of Greek

  • Ρέυνολντς, Όσμπορν — (Reynolds, Μπέλφαστ 1842 – Γουότσετ, Σόμερσετσαϊρ 1912). Άγγλος μηχανικός και φυσικός. Για τις θεμελιώδεις εργασίες του στην υδραυλική και υδροδυναμική έγινε καθηγητής της πρώτης έδρας της μηχανικής του Owen College και μέλος της Βασιλικής… …   Dictionary of Greek

  • κουβέντα — η 1. συζήτηση με κάποιον, συνομιλία 2. αυτό που λέει κάποιος, λέξη, λόγος ή φράση (α. «δεν είπε κουβέντα» β. «αυτή η κουβέντα που είπε ήταν πολύ προσβλητική») 3. φρ. α) «σταράτες κουβέντες» ή «στρογγυλές κουβέντες» ξεκάθαρα λόγια, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • στρωτός — ή, ό / στρωτός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει στρωθεί, που έχει καλυφθεί, ο στρωμένος νεοελλ. συνεκδ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται για την ομαλότητά του, ομαλός, κανονικός (α. «στρωτό βάδισμα» β. «στρωτό γράψιμο» γ. «στρωτά μαλλιά» ίσια μαλλιά χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Καλλιγάς, Παύλος — (Σμύρνη 1814 – Αθήνα 1896). Νομικός, πολιτικός και ιστορικός. Σπούδασε στην Τεργέστη, όπου είχε μεταναστεύσει η οικογένειά του, και αργότερα στη Γενεύη, στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στη Χαϊδελβέργη. Μαθητής, στο Βερολίνο, του εγελιανού νομικού… …   Dictionary of Greek

  • Κολέτ, Γκαμπριέλ Σιντονί — (Gabrielle Synthonie Colette, Σεντ Σοβέρ αν Πιϊζέ 1873 – Παρίσι 1954). Γαλλίδα συγγραφέας. Την περίοδο 1900 3 δημοσίευσε μια σειρά μυθιστορημάτων σε συνεργασία με τον πρώτο της σύζυγο, τον συγγραφέα Βιλί (Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ). Τα βιβλία αυτά, τα… …   Dictionary of Greek

  • κρίσιμη ταχύτητα — Όρος της υδροδυναμικής που δηλώνει την ταχύτητα με την οποία η στρωτή ροή (τα στρώματα του ρευστού φαίνονται να κινούνται με ομοιόμορφο τρόπο) ενός ρευστού μετατρέπεται σε τυρβώδη (ακανόνιστη και χαοτική). Η ταχύτητα αυτή εξαρτάται από τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Μεστρ, Φρανσουά Ξαβιέ ντε- — (Francois Xavier de Maistre, Σαμπερί 1763 – Πετρούπολη 1852). Γάλλος συγγραφέας, αδελφός του Ζοζέφ. Μολονότι ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού της Σαρδηνίας, όταν βρέθηκε στη φυλακή, συνέγραψε το… …   Dictionary of Greek

  • Ροδινός, Νεόφυτος — (Ποταμιά Κύπρου 1570; – 1659;). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας. Μαθητής του Μαργούνιου στην Κρήτη και μοναχός στο εκεί σιναϊτικό μετόχι, ακολούθησε αργότερα τον δάσκαλό του στην Ιταλία, όπου σπούδασε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης (1607 11). Μετά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»