Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στριφογυρίζω

См. также в других словарях:

  • στριφογυρίζω — στριφογυρίζω, στριφογύρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. στριφογυρνάω / στριφογυρνώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στριφογυρίζω — και στρεφογυρίζω και στριφογυρνώ και ιδιωμ. προφ. στρουφογυρίζω Ν 1. θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, κάνω κάτι να γυρίζει γύρω γύρω, τό περιστρέφω 2. (αμτβ.) στρέφομαι εδώ και εκεί με ανησυχία («εις το πολύαστρον τού αιθέρος τα μάτια… …   Dictionary of Greek

  • στριφογυρίζω — στριφογύρισα 1. κινούμαι διαρκώς: Στριφογυρίζω μέσα στο δωμάτιο. – Στριφογυρίζω στο κρεβάτι. 2. περιστρέφομαι, γυρίζω γύρω γύρω. 3. μιλώ με υπεκφυγές: Μην τα στριφογυρίζεις και μίλα καθαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακυκλώ — (I) ἀνακυκλῶ, ( έω) (ΑΜ) μσν. παθ. ανανεώνομαι, αναζωπυρώνομαι αρχ. 1. περιστρέφω εκ νέου, στριφογυρίζω 2. στριφογυρίζω κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι 3. (για λόγους) επαναλαμβάνω, λέω και ξαναλέω 4. επανέρχομαι, επιστρέφω σε προηγούμενη θέση ή… …   Dictionary of Greek

  • επιδινώ — ἐπιδινῶ, έω (Α) 1. περιστρέφω, στριφογυρίζω κάτι για να τό εκσφενδονίσω 2. μέσ. ἐπιδινοῡμαι στριφογυρίζω στον νου μου, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δινέω, ώ (< δίνη)] …   Dictionary of Greek

  • περιστρέφω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι κυκλικά γύρω από έναν άξονα, στρέφω ολόγυρα, στριφογυρίζω 2. μέσ. περιστρέφομαι στρέφομαι γύρω από κάτι («η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της») νεοελλ. μτφ. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) αναφέρομαι γύρω από ένα θέμα μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • ίλλω — ἴλλω (Α) συστρέφω, στριφογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είλω] …   Dictionary of Greek

  • αεροδονούμαι — ἀεροδονοῦμαι ( έομαι) (Μ) στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω στον αέρα …   Dictionary of Greek

  • αθύρω — ἀθύρω (Α) 1. παίζω, διασκεδάζω 2. αστειεύομαι, παίζω 3. παίζω κάποιο όργανο 4. ψάλλω, τραγουδώ, υμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *dhwer που σήμαινε «ορμώ, περιδινώ». Το ελλην. ἀθῡρω σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας… …   Dictionary of Greek

  • αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»