Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στρατολογώ

  • 1 στρατολογώ

    στρατολογέω
    levy an army: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    στρατολογέω
    levy an army: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > στρατολογώ

  • 2 στρατολογῶ

    στρατολογέω
    levy an army: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    στρατολογέω
    levy an army: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > στρατολογῶ

  • 3 στρατολογώ

    (ε) μετ.
    1) комплектовать вооружённые силы; набирать в армию; 2) прям., перен. вербовать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στρατολογώ

  • 4 στρατολογώ

    [стратолого] р. набирать войско,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στρατολογώ

  • 5 στρατολογώ

    [стратолого] ρ набирать войско.

    Эллино-русский словарь > στρατολογώ

  • 6 στρατολογώ

    recruit

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στρατολογώ

  • 7 вербовать

    вербовать στρατολογώ' προ σελκύω (в организацию)
    * * *
    στρατολογώ; προσελκύω ( в организацию)

    Русско-греческий словарь > вербовать

  • 8 рекрутировать

    -рук, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ. παλ.
    1. στρατολογώ, νεοσυλλεκτώ, καλώ (μαζεύω) την κλάση.
    2. προσλαμβάνω, δέχομαι, παίρνω•

    рекрутировать новых членов общество στρατολογώ νέα μέλη στο σύλλογο.

    στρατολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > рекрутировать

  • 9 вербовать

    верб||ова́ть
    несов στρατολογώ/ προσελκύω, προσηλυτίζω (в какую-л. организацию)! μισθώνω (тк. рабочую силу).

    Русско-новогреческий словарь > вербовать

  • 10 комплектовать

    комплект||овать
    несов συμπληρώνω / воен. στρατολογώ.

    Русско-новогреческий словарь > комплектовать

  • 11 набирать

    набирать
    несов
    1. μαζεύω, μαζώνω, συναθροίζω / γεμίζω (воду, воздух):
    \набирать горючее ἐφοδιάζομαι μέ καύσιμα·
    2. (производить набор куда-л.) ἐγγράφω (учащихся)/ προσλαμβάνω, μισθώνω (рабочих)! στρατολογώ, ἐπιστρατεύω (вармию):
    \набирать учеников ἐγγράφω μαθητές·
    3. полигр. στοιχειοθετώ· ◊ \набирать номер (телефона) παίρνω τόν ἀριθμό (τηλεφώνου)· \набирать скорость ἀνοίγω ταχύτητα· \набирать высоту́ ἀνυψώνομαι, παίρνω δψος.

    Русско-новогреческий словарь > набирать

  • 12 conscript

    1. ['konskript] noun
    (a person legally ordered by the state to serve in the armed forces etc.) κληρωτός
    2. [kən'skript] verb
    (legally to order (someone) to serve in the armed forces etc: He was conscripted into the army.) στρατολογώ

    English-Greek dictionary > conscript

  • 13 draft

    1. noun
    1) (a rough sketch or outline of something, especially written: a rough draft of my speech.) (προ)σχέδιο
    2) (a group (of soldiers etc) taken from a larger group.) απόσπασμα
    3) (an order (to a bank etc) for the payment of money: a draft for $80.) τραπεζική εντολή
    4) ((American) conscription: He emigrated to avoid the draft.) στρατολογία,στράτευση
    2. verb
    1) (to make in the form of a rough plan: Could you draft a report on this?) προχειρογράφω,κάνω ένα προσχέδιο
    2) ((American) to conscript into the army etc: He was drafted into the Navy.) στρατολογώ
    - draft dodger
    - draft evasion
    - draftsman

    English-Greek dictionary > draft

  • 14 enlist

    [in'list]
    1) (to join an army etc: My father enlisted on the day after war was declared.) κατατάσσομαι στο στρατό
    2) (to obtain the support and help of: He has enlisted George to help him organize the party.) στρατολογώ
    3) (to obtain (support and help) from someone: They enlisted the support of five hundred people for their campaign.) εξασφαλίζω

    English-Greek dictionary > enlist

  • 15 recruit

    [rə'kru:t] 1. noun
    1) (a person who has (just) joined the army, air force etc.) νεοσύλλεκτος
    2) (a person who has (just) joined a society, group etc: Our party needs new recruits before the next election.) νέο μέλος
    2. verb
    (to cause to join the army, a society etc: We must recruit more troops; Can't you recruit more members to the music society?) στρατολογώ

    English-Greek dictionary > recruit

  • 16 вербовать

    -бую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вербованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.μ.
    στρατολογώ εργάτες, συνεργάτες κλπ., μισθώνω• προσηλυτίζω.
    στρατολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > вербовать

  • 17 верстать

    ρ.δ.μ.
    σελιδοποιώ•

    верстать книгу, газету σελιδοποιώ βιβλίο, εφημερίδα.

    ρ.δ.μ. (παλ.)
    1. εξισώνω, βάζω στην ίδια σειρά, μοίρα, κατηγορία.
    2. διανέμω, μοιράζω.
    3. στρατολογώ.
    σελιδοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > верстать

  • 18 забрить

    -рею, -реешь
    ρ.σ.μ. παλ. παίρνω στρατιώτη, στρατολογώ (γιατί εκείνους που κρίνονταν „ικανοί" από τους στρατολόγους’ τους ξύριζαν το μπροστινό μέρος του κεφαλιού)
    εκφρ.
    забрить лоб комуβλ. ρ. забрить.

    Большой русско-греческий словарь > забрить

  • 19 комплектовать

    -тую, -туешь
    ρ.δ. μ.
    1. συμπληρώνω κατάλληλα.
    2. (στρατ.) στρατολογώ.
    συμπληρώνομαι κατάλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > комплектовать

  • 20 набрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа
    ρ.σ.μ.
    1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•

    набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.

    2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•

    набрать воды παίρνω νερό.

    || δέχομαι•

    набрать заказов παίρνω παραγγελίες.

    3. προσλαμβάνω•

    набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.

    || στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•

    набрать армию συγκροτώ στρατό•

    труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•

    набрать отряд συγκροτώ τμήμα.

    4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•

    набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.

    || επαυξαίνω•

    набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.

    (τυπγρ.) στοιχειοθετώ.
    1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•

    набрать сил παίρνω δύναμη•

    набрать смелость παίρνω θάρρος•

    набрать терпение κάνω υπομονή.

    3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•

    набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).

    || δοκιμάζω, υποφέρω.
    4. εξευρίσκω•
    5. μεθώ, κουτσοπίνω.
    εκφρ.
    набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•
    набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > набрать

См. также в других словарях:

  • στρατολογώ — στρατολογῶ, έω, ΝΜΑ συγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατό νεοελλ. μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + λογώ* (πρβλ. σταχυο λογώ)] …   Dictionary of Greek

  • στρατολογώ — στρατολογώ, στρατολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στρατολογώ — στρατολόγησα, στρατολογήθηκα, στρατολογημένος 1. συγκεντρώνω στρατεύσιμους, κατατάσσω στο στρατό: Στρατολόγησε υποχρεωτικά όλους όσους μπορούσαν να πάρουν όπλα. 2. συγκεντρώνω οπαδούς, συνεργούς κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατολογῶ — στρατολογέω levy an army pres subj act 1st sg (attic epic doric) στρατολογέω levy an army pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατολογία — η, ΝΜΑ [στρατολογῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρατολογώ, στράτευση, συγκέντρωση, έλεγχος και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. 1. (νομ.) η κλήση στρατεύσιμων πολιτών στις τάξεις τών ενόπλων δυνάμεων για την εκπλήρωση τών… …   Dictionary of Greek

  • στρατολογίζω — Μ στρατολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατολογῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • υποξενολογώ — έω, Α στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες σε περιορισμένη κλίμακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξενολογῶ «στρατολογώ ξένους μισθοφόρους στρατιώτες»] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ανδρολογώ — ἀνδρολογῶ (Α) συλλέγω άνδρες, στρατολογώ …   Dictionary of Greek

  • αποξενολογώ — ἀποξενολογῶ ( έω) (Α) στρατολογώ ξένους μισθοφόρους …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»