-
1 στρατιωτικός
[стратьетикос]εκ. военный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στρατιωτικός
-
2 военный
военный 1. στρατιωτικός \военныйая служба η (στρατιωτική) θητεία 2. м о στρατιωτικός* * *1.2. мвое́нная слу́жба — η (στρατιωτική) θητεία
ο στρατιωτικός -
3 военный
военн||ый1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:\военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·2. ж ὁ στρατιωτικός. -
4 военный
επ.1. πολεμικός• στρατιωτικός•-ые события πολεμικά γεγονότα• στρατιωτικές επιχειρήσεις• -Οβ•
положение πολεμική κατάσταση• κατάσταση πολιορκίας•
- ая таина στρατιωτικό μυστικό (ή απόρρητο)•
-ое судно πολεμικό σκάφος•
-ая служба στρατιωτική υπηρεσία•
военный завод στρατιωτικό εργοστάσιο•
военный врач στρατιωτικός γιατρός•
-ое училище στρατιωτική σχολή.
2. ουσ. ο στρατιωτικός.εκφρ.военный коммунизм – πολεμικός κομμουνισμός, οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου (1918-20)• на -ую ногу όπως συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς. -
5 воинский
επ.στρατιωτικός, πολεμικός•-ое звание στρατιωτικός βαθμός•
воинский устав στρατιωτικός κανονισμός•
-ая часть το στρατιωτικό τμήμα•
воинский долг το στρατιωτικό καθήκον•
-ие преступления εγκλήματα πολέμου•
-ие почести οι στρατιωτικές τιμές.
-
6 звание
звание с το αξίωμα, ο τίτλος почётное \звание о τιμητικός τίτλος учёное \звание о επιστημονικός τίτλος воинское \звание о στρατιωτικός βαθμός \звание чемпиона о τίτλος του πρωταθλητή* * *сτο αξίωμα, ο τίτλοςпочётное зва́ние — ο τιμητικός τίτλος
учёное зва́ние — ο επιστημονικός τίτλος
во́инское зва́ние — ο στρατιωτικός βαθμός
зва́ние чемпио́на — ο τίτλος του πρωταθλητή
-
7 салют
салют м о στρατιωτικός χαιρετισμός; произвести \салют ρίχνω χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς* * *мο στρατιωτικός χαιρετισμόςпроизвести́ салю́т — ρίχνω χαιρετιστήριους κανον(ι)οβολισμούς
-
8 строевой
строев||ой Iприл воен. μάχιμος, στρατιωτικός:\строевойые части οἱ μάχιμες μονάδες· \строевойая слу́жба ἡ ὑπηρεσία σέ μάχιμες μονάδες· \строевойая подготовка ἡ στρατιωτική ἐκπαίδευση· \строевой шаг ὁ στρατιωτικός βηματισμός.строевой IIприл:\строевой лес ἡ οἰκοδομική ξυλεία. -
9 комендант
-а α.1. διοικητής•комендант крепости διοικητής φρουρίου•
комендант города στρατιωτικός διοικητής πόλης, φρούραρχος•
комендант гарнизона διοικητής φρουράς•
комендант лагеря διοικητής στρατοπέδου.
2. σταθμάρχης στρατιωτικός (ρυθμιστής κίνησης στρατευμάτων και οχημάτων).3. επιστάτης (θεάτρου, φυλακών κ.τ.τ.). -
10 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
11 военнослужащий
-
12 армеец
арме||ецм ὁ στρατιώτης, ὁ στρατιωτικός. -
13 армейский
арме||йскийприл στρατιωτικός. -
14 военачальник
военачальникм ὁ πολεμαρχος, ὁ στρατηλάτης, ὁ στρατιωτικός ἡγέτης. -
15 военнослужащий
военнослужащийм ὁ στρατιωτικός. -
16 воииский
во́ии||скийприл στρατιωτικός, πολεμικός:\воиискийский долг τό στρατιωτικό καθήκον \воиискийская часть ἡ στρατιωτική μονάδα, τό στρατιωτικό τμήμα. -
17 врач
врачм ὁ γιατρός, ὁ ἱατρός:жеищииа· \врач ἡ ίατρός, ἡ γιάτρισσα, ἡ γιατρίνα· зубной \врач ὁ ὁδοντογιατρός1 военный \врач ὁ στρατιωτικός γιατρός· ветеринарный \врач ὁ κτηνίατρος· дежу́рный \врач ὁ ἐφημερεύων γιατρός· главный \врач ὁ ἀρχίατρος -
18 звание
звани||ес1. ὁ τίτλος / воен. τό ἀξίωμα, ὁ βαθμός:\звание капитана ὁ βαθμός λοχαγού· воинское \звание ὁ στρατιωτικός βαθμός· ученое \звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· почетное \звание ὁ τιμητικός τίτλος· \звание Героя труда ὁ τίτλος τοῦ ήρωα τῆς δουλειάς·2. уст. (сословие) ἡ τόξη [-ις]:духовное \звание τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα· люди всякого \званиея ἀνθρωποι διαφόρων τάξεων. -
19 поселеиие
поселеи||иес1. (действие) ἡ ἀποίκηση [-ις], ἡ ἐγκατάστασις, ἡ μετοίκησις:ссылка на \поселеииеие ὁ ἐκτοπισμός, ἡ ἐκτόπιση·2. (поселок) τό χωριουδάκι, ὁ συνοικισμός:военное \поселеииеие ист. ὁ στρατιωτικός ἀποικισμός. -
20 советник
советникм ὁ σύμβουλος:военный \советник ὁ στρατιωτικός σύμβουλος.
См. также в других словарях:
στρατιωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στους στρατιώτες και στο στρατό γενικά: Απαιτεί από τους υφισταμένους του στρατιωτική πειθαρχία. 2. «στρατιωτικός νόμος», νόμος που κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, νόμος που τίθεται σε εφαρμογή σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιωτικός νόμος — Βλ. λ. κατάσταση πολιορκίας … Dictionary of Greek
Σαράφης, Στέφανος — Στρατιωτικός και πολιτικός (Τρίκαλα 1890 Αθήνα 1957). Γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας, αλλά εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του. Λίγο αργότερα κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό και… … Dictionary of Greek
στρατιωτικά — στρατιωτικός of neut nom/voc/acc pl στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc/acc dual στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικώτερον — στρατιωτικός of adverbial comp στρατιωτικός of masc acc comp sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών … Dictionary of Greek
στρατιωτικωτέρων — στρατιωτικός of fem gen comp pl στρατιωτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικῶν — στρατιωτικός of fem gen pl στρατιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικόν — στρατιωτικός of masc acc sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)