Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στοίχῳ

См. также в других словарях:

  • στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • στοιχῶ — στοιχέω to be drawn up in a line pres subj act 1st sg (attic epic doric) στοιχέω to be drawn up in a line pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοίχω — στοί̱χω , στοῖχος row in an ascending series masc nom/voc/acc dual στοί̱χω , στοῖχος row in an ascending series masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοίχῳ — στοί̱χῳ , στοῖχος row in an ascending series masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοστοιχώ — μονοστοιχῶ, έω (Μ) [μονόστοιχος] ακολουθώ πιοτά μόνο έναν δρόμο, εμμένω σε έναν μόνο κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοιχω (< στοίχος < στείχω «βαδίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… …   Dictionary of Greek

  • στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • στοίχηση — η / στοίχησις, ήσεως, ΝΑ [στοιχώ] νεοελλ. σχηματισμός σε ευθεία γραμμή αρχ. η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλους διὸ καὶ οὐδ ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει …   Dictionary of Greek

  • στοιχούντως — Α επίρρ. κατ αναλογίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. στοίχων τού στοιχῶ] …   Dictionary of Greek

  • στοιχηθείτε — (παράγγελμα, από το ρ. στοιχώ, που δε χρησιμοποιείται) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»