-
1 στοιχώ
στοιχέωto be drawn up in a line: pres subj act 1st sg (attic epic doric)στοιχέωto be drawn up in a line: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 στοιχῶ
στοιχέωto be drawn up in a line: pres subj act 1st sg (attic epic doric)στοιχέωto be drawn up in a line: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 στοίχω
στοί̱χω, στοῖχοςrow in an ascending series: masc nom /voc /acc dualστοί̱χω, στοῖχοςrow in an ascending series: masc gen sg (doric aeolic)——————στοί̱χῳ, στοῖχοςrow in an ascending series: masc dat sg -
4 στοίχῳ
Βλ. λ. στοίχω -
5 στοιχώ
См. также в других словарях:
στοιχώ — στοιχῶ, έω, ΝΑ [στοῑχος] (στη νεοελλ. συν. το μέσ. στοιχούμαι) στέκομαι κατά στοίχους σε ευθύγραμμη διάταξη κοντά ή πίσω από τον άλλο («οὐδ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην, ὅτῳ ἄν στοιχήσω», Στοβ.) νεοελλ. 1. στοιχίζω, βάζω σε στοίχους 2. φρ.… … Dictionary of Greek
στοιχῶ — στοιχέω to be drawn up in a line pres subj act 1st sg (attic epic doric) στοιχέω to be drawn up in a line pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοίχω — στοί̱χω , στοῖχος row in an ascending series masc nom/voc/acc dual στοί̱χω , στοῖχος row in an ascending series masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοίχῳ — στοί̱χῳ , στοῖχος row in an ascending series masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοστοιχώ — μονοστοιχῶ, έω (Μ) [μονόστοιχος] ακολουθώ πιοτά μόνο έναν δρόμο, εμμένω σε έναν μόνο κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στοιχω (< στοίχος < στείχω «βαδίζω»)] … Dictionary of Greek
στείχω — και εσφ. γρφ. στίχω Α 1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ. β. «εἴ τινά που μετ ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.) 2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ… … Dictionary of Greek
στοίχημα — το, ΝΜ [στοιχῶ] συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει τής οποίας εκείνος τού οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
στοίχηση — η / στοίχησις, ήσεως, ΝΑ [στοιχώ] νεοελλ. σχηματισμός σε ευθεία γραμμή αρχ. η κατά τη μετρική τάξη διάταξη ποιητικού κειμένου σε στίχους («τινὰ ποιήματα οὐ μόνον ἐμμέτρως γέγραπται, ἀλλὰ καὶ μετὰ μέλους διὸ καὶ οὐδ ὁ στίχος κεῑται ἐν τῇ στοιχήσει … Dictionary of Greek
στοιχούντως — Α επίρρ. κατ αναλογίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. στοίχων τού στοιχῶ] … Dictionary of Greek
στοιχηθείτε — (παράγγελμα, από το ρ. στοιχώ, που δε χρησιμοποιείται) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής