-
1 στοχάζομαι
στοχάζομαι, dep. med., wonach zielen, zu treffen suchen, εὖ γε στοχάζει, Soph. Ant. 241; zum Zweck haben, bezwecken, berücksichtigen, τινός, τοῦ ἡδέος, Plat. Gorg. 465 a Phil. 60 a; οὗ σκοποῦ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; auch πρός τι, Legg. XII, 962 d; στοχαζόμενοι τοῦ συμβουλευομένου ἄλλα λέγουσι παρὰ τὴν ἑαυτῶν δόξαν, Rücksicht nehmend auf ihn, Lach. 178 b; vgl. auch Dem. 13, 36; οὐ γὰρ ὑμεῖς ὧν οὗτοι βούλονται στοχάζεσϑε, ἀλλὰ οὗτοι ὧν ἂν ὑμᾶς ἐπιϑυμεῖν οἴωνται, Antiph. 2 α 4; ἀνϑρώπων, Xen. Cyr. 1, 6, 29, auf Menschen zielen; übertr., τῶν κριτῶν, 8, 2, 27, sich die besten Richter aussuchen; τὰ συμφέροντα, vermuthen, Mem. 2, 2, 5; vgl. οὐ γνοῦσα λέγω, ἀλλὰ στοχασαμένη, Plat. Gorg. 464 c; Phil. 56 a; Sp., wie Pol., ἔκ τινος, 1, 14, 2. 6, 3, 2, διά τινος, 3, 68, 10, vgl. 5, 81, 4; auch = das Ziel treffen, τοῦ σκοποῦ, 6, 25, 5. Bei Luc. Nigr. 28 ist ἐστοχᾶσϑαι falscher Accent f. ἐστοχάσϑαι.
-
2 στοχαζομαι
1) целиться, метитьσ. τινος Xen., Isocr., Plat., Arst. — целиться во что (в кого)-л.
2) иметь в виду, стремиться(τινος Plat., Arst. и πρός τι Plat.)
σ. κριτῶν τῶν κρατίστων Xen. — стремиться к тому, чтобы судьями были самые влиятельные люди3) применяться, приспособляться(σ. τοῦ συμβουλευομένου Plat.)
σ. τῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Polyb. — применяться к воле народа4) умозаключать, судить, догадываться, разгадывать(τινος Isocr., Plat. и τι Xen.)
σ. τὰ συμφέροντα Xen. — догадываться о том, что требуется;σ. ἔκ и διά τινος Polyb. — заключать на основании чего-л.;τῷ στοχάζεσθαι Plat. — путем догадок -
3 στοχάζομαι
στοχάζομαιaim: pres ind mp 1st sg -
4 στοχάζομαι
στοχάζομαι, wonach zielen, zu treffen suchen; zum Zweck haben, bezwecken, berücksichtigen; στοχαζόμενοι τοῦ συμβουλευομένου ἄλλα λέγουσι παρὰ τὴν ἑαυτῶν δόξαν, Rücksicht nehmend auf ihn; ἀνϑρώπων, auf Menschen zielen; übertr., τῶν κριτῶν, sich die besten Richter aussuchen; τὰ συμφέροντα, vermuten; auch = das Ziel treffen -
5 στοχάζομαι
1. αμετ. думать, размышлять; мыслить;2. μετ. 1) обдумывать, взвешивать, учитывать, принимать во внимание; 2) задумывать, замышлять; 3) предполагать; представлять себе, воображать; 4) уважать, ценить;δεν με στοχάζομαιεται καθόλου — он меня совсем не уважает
-
6 στοχάζομαι
V 1-0-0-0-3=4 Dt 19,3; 2 Mc 14,8; Wis 13,9; Sir 9,14to reckon, to calculate [τι] (of a distance) Dt 19,3; to guess at [τινα] Sir 9,14; to have regard for [τινος] 2 Mc 14,8Cf. DOGNIEZ 1992, 232; GILBERT 1973 8.33-35; HELBING 1928, 143; LARCHER 1985, 770-771 -
7 στοχάζομαι
[стохаэомэ] ρ думать, размышлять. -
8 στοχάζομαι
Aἐστοχαζόμην Id.Euthd.277b
: [tense] fut.- άσομαι Isoc.Ep.6.10
, M.Ant.10.6: [tense] aor.ἐστοχασάμην Pl.Grg. 464c
, Hp.VM9: [tense] pf.ἐστόχασμαι Pl.Lg. 635a
, Arist.HA 571a27:— Gal. uses this [tense] pf., as also [tense] aor. ἐστοχάσθην, in pass. sense, [tense] pf. in 10.885, 11.35, [tense] aor. in 13.713, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.40; ἐστοχάσθην in act. sense, Ps.-Callisth.1.3 (cod. L): ([etym.] στόχος):— aim or shoot at, c. gen., [ σκοποῦ] Pl.R. 519c, Isoc.l.c.;δίκην τοξότου σ. τινός Pl.Lg. 706a
; ἄλλου στοχαζόμενος ἔτυχε τούτου aiming at another man hit the deceased, Antipho 2.1.4;σ. ἀνθρώπων X.Cyr.1.6.29
.2 metaph., aim at, endeavour after,μέτρου Hp.VM9
; ;τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ Id.R. 462a
;τῆς σωτηρίας Id.Lg. 962a
;ἡ φύσις ἐστόχασται ἑκάστου οὐδέν τι ἔλασσον τῆς ἀπολήξεως ἢ τῆς ἀρχῆς M.Ant.8.20
;τοῦ γέλωτα ποιῆσαι Arist.EN 1128a6
; τοῦ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινομένου Id HA l.c.; σ. τῶν μάλιστα φίλων κριτῶν aim at having them as judges, X.Cyr.8.2.27; soτῆς τοῦ δήμου βουλήσεως Plb.6.16.5
;τῶν πολιτῶν LXX 2 Ma.14.8
; also , cf. 962d;οὕτω σ. ὅπως.. Hp.Art.4
, cf. Diocl.Fr.138, SIG609.7 (Delph., ii B.C.), PTeb.27.70 (ii B.C.).II endeavour to make out, guess at a thing, c. gen., ;τῆς τῶν θεῶν σ. διανοίας Isoc.1.50
; σ. τοῦ συμβουλευομένου guessing at the mind of their consultant, Pl.La. 178b: abs., make guesses, feel one's way,εὖ γε στοχάζει S.Ant. 241
codd.; στοχαζομένη τὰ συμφέροντα ἐκπληροῦν by guessing, X.Mem.2.2.5;οὐ γνοῦσα, ἀλλὰ στοχασαμένη Pl.Grg. 464c
, cf. Phlb. 56a; calculate, Cleom.2.1; infer, (Teos, ii B.C.), Plb.1.14.2, al.;διά τινος Id.3.68.10
;ἀπό τινος Ocell.1.1
: c. acc. et inf.,στοχαζόμεθα τὸν Δημήτριον μὴ κατειληφέναι Ζηνόδωρον ἐν πόλει PCair.Zen.367.13
(iii B.C.), cf. POxy.931.9 (ii A.D.): c. acc., survey, explore, ; αἰῶνα ib.Wi.13.9; guess at. τοὺς πλησίον ib.Si.9.14; τοιοῦτον τὸν κόσμιον στοχάζου expect the κόσμιος to be like that, Polem.Phgn.2.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοχάζομαι
-
9 παρα-στοχάζομαι
παρα-στοχάζομαι, das Ziel verfehlen, τοῦ σκοποῦ, Sp.; – aber auch wonach hinzielen, τινός, Sext. Emp. pyrrh. 3, 222, l. d.
-
10 συ-στοχάζομαι
συ-στοχάζομαι, mit, zugleich zielen, M. Ant. 3, 11.
-
11 κατα-στοχάζομαι
κατα-στοχάζομαι, med., erzielen, errathen, τί, Pol. 12, 13, 4; τὸ μέλλον D. Sic. 19, 39; – τινός, auf Etwas zielen, Sp.
-
12 στοχάζεσθε
στοχάζομαιaim: pres imperat mp 2nd plστοχάζομαιaim: pres ind mp 2nd plστοχάζομαιaim: imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) -
13 στοχαζομένων
στοχάζομαιaim: pres part mp fem gen plστοχάζομαιaim: pres part mp masc /neut gen pl -
14 στοχαζόμεθα
στοχάζομαιaim: pres ind mp 1st plστοχάζομαιaim: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
15 στοχαζόμενον
στοχάζομαιaim: pres part mp masc acc sgστοχάζομαιaim: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
16 στοχασαμένων
στοχάζομαιaim: aor part mp fem gen plστοχάζομαιaim: aor part mp masc /neut gen pl -
17 στοχασάμενον
στοχάζομαιaim: aor part mp masc acc sgστοχάζομαιaim: aor part mp neut nom /voc /acc sg -
18 στοχασόμεθα
στοχάζομαιaim: aor subj mp 1st pl (epic)στοχάζομαιaim: fut ind mp 1st pl -
19 στοχάζου
στοχάζομαιaim: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)στοχάζομαιaim: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
20 στοχάσασθε
στοχάζομαιaim: aor imperat mp 2nd plστοχάζομαιaim: aor ind mp 2nd pl (homeric ionic)
См. также в других словарях:
στοχάζομαι — στοχάζομαι, στοχάστηκα βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στοχάζομαι — aim pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
στοχάζομαι — στοχάστηκα, σκέφτομαι, συλλογίζομαι: Στοχάσου πώς σε ψένουν καθ ώρα στη φωτιά (Φεραίος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοχάζεσθε — στοχάζομαι aim pres imperat mp 2nd pl στοχάζομαι aim pres ind mp 2nd pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστοχασμένα — στοχάζομαι aim perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστοχασμένᾱ , στοχάζομαι aim perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζομένων — στοχάζομαι aim pres part mp fem gen pl στοχάζομαι aim pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμεθα — στοχάζομαι aim pres ind mp 1st pl στοχάζομαι aim imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχαζόμενον — στοχάζομαι aim pres part mp masc acc sg στοχάζομαι aim pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασαμένων — στοχάζομαι aim aor part mp fem gen pl στοχάζομαι aim aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασάμενον — στοχάζομαι aim aor part mp masc acc sg στοχάζομαι aim aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)