Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στιπτός

См. также в других словарях:

  • στιπτός — trodden down masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • στιπτόν — στιπτός trodden down masc acc sg στιπτός trodden down neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτοί — στιπτός trodden down masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτούς — στιπτός trodden down masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτῆς — στιπτός trodden down fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιπτή — στιπτός trodden down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστιπτος — ἄστιπτος ον (Α) ο απάτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιπτός < στείβω «πατώ»] …   Dictionary of Greek

  • εΰστιπτος — ἐΰστιπτος, ον (Α) υφασμένος πυκνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στιπτός (< στείβω, «πατώ με πόδι»), που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι τού ρ. στείβ ω] …   Dictionary of Greek

  • πολύστιπτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυπόρευτρς». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στιπτός (< στείβω «βαδίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • στειπτός — ή, όν, Α βλ. στιπτός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»