-
1 στευμαι
[ἵστημι] (только 3 л. sing. и pl. praes. и impf.)1) стоять, находитьсяστεῦτο δὲ διψάων Hom. — (Тантал) стоял томимый жаждой
2) утверждать, сулитьστεῦνται ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι Aesch. — (жители Тмола) уверяют, что наденут ярмо рабства на Элладу;στεῦτ΄ ἀγορεύων Τρωσὴ μαχήσεσθαι Hom. — (Арей) дал клятву, что будет сражаться против троянцев
См. также в других словарях:
στεῦμαι — make as if one would . . pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεύμαι — Α (επικ. τ.) (αποθ.) προσποιούμαι, καμώνομαι ότι θέλω τάχα να κάνω κάτι ή υπόσχομαι ή και απειλώ ότι δήθεν θα κάνω κάτι («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού στεῦτο, ο οποίος … Dictionary of Greek
στεῦνται — στεῦμαι make as if one would . . pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῦντο — στεῦμαι make as if one would . . imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῦται — στεῦμαι make as if one would . . pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῦτο — στεῦμαι make as if one would . . imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεῦτ' — στεῦται , στεῦμαι make as if one would . . pres ind mp 3rd sg στεῦτο , στεῦμαι make as if one would . . imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)