-
1 στεφάνωμα
A that which surrounds, crown, wreath, Thgn.1001;βωμῶν Pi.I.4
(3). 62(80); μεγάλαιν θεοῖν ἀρχαῖον ς. S.OC 684 (lyr.); σ. πύργων [the city's] coronal of towers, the encircling towers, Id.Ant. 122 (lyr.).3 pl., the place where crowns or garlands were sold, Ar.Ec. 303(lyr.), Pherecr.2.II reward, honour, glory, πλούτου, Κυράνας, Pi.P.1.50, 9.4;παγκρατίου Id.I.4(3).44(62)
; παῖδα Διὸς ὑμνῆσαι, σ. μόχθων as a reward for.., E.HF 355 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφάνωμα
См. также в других словарях:
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek