Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

στίχος

  • 1 mısra

    στίχος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mısra

  • 2 verse

    στίχος

    English-Greek new dictionary > verse

  • 3 стих

    стих м о στίχος
    * * *
    м
    ο στίχος

    Русско-греческий словарь > стих

  • 4 Line

    subs.
    P. and V. γραμμή, ἡ (Eur., frag.).
    Carpenter's line: P. and V. στάθμη, ἡ.
    Row: P. and V. τάξις, ἡ, στοῖχος, ὁ, P. στίχος, ὁ.
    In a line: P. κατὰ στοῖχον.
    In order: P. and V. ἑξῆς, ἐφεξῆς.
    Line to mark the winning point: Ar. and V. γραμμή, ἡ.
    Fishing line: V. ὁρμιά, ἡ.
    Line of a fishing net: V. κλωστὴρ λνου.
    Wrinkle: Ar. and P.υτς, ἡ.
    Line of battle: P. and V. τάξις, ἡ, P. παράταξις, ἡ, Ar. and V. στχες, αἱ.
    File, row: P. and V. στοῖχος, ὁ.
    Troops in line of battle: P. φάλαγξ, ἡ.
    Draw up in line, v.: Ar. and P. παρατάσσειν.
    In line: of ships, P. μετωπηδόν, opposed to in column, of troops, P. ἐπὶ φάλαγγος (Xen.).
    Win all along the line: P. νικᾶν διὰ παντός.
    Break the enemy's line of ships, v.: P. διεκπλεῖν (absol.); see Break.
    Lines of circumvallation: P. περιτείχισμα, τό, περιτειχισμός, ὁ,
    Line of poetry: Ar. and P. στχος, ὁ, ἔπος, τό.
    Line of march: P. and V. ὁδός, ἡ, πορεία, ἡ.
    Family: P. and V. γένος, τό, V. σπέρμα, τό, ῥίζα, ἡ, ῥίζωμα, τό; see Family.
    Being thus related through the male and not the female line: P. πρὸς ἀνδρῶν ἔχων τὴν συγγένειαν ταύτην καὶ οὐ πρὸς γυναικῶν (Dem. 1084).
    Line of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Draw the line, lay down limits, v.: P. and V. ὁρίζειν (absol.).
    Strike out a new line: Ar. and P. καινοτομεῖν (absol.).
    The founders must know the lines they wish poets to follow in their myths: P. οἰκισταῖς τοὺς τύπους προσήκει εἰδέναι ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς (Plat., Rep. 379A).
    It's a pretty scheme and quite in your line: Ar. τὸ πρᾶγμα κομψὸν καὶ σφόδρʼ ἐκ τοῦ σοῦ τρόπου (Thesm. 93).
    ——————
    v. trans.
    Fill, man: P. and V. πληροῦν.
    Guard: P. and V. φυλάσσειν, φρουρεῖν.
    Mark, furrow: V. χαράσσειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Line

  • 5 пентаметр

    литер. о πεντάμετρος (στίχος)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пентаметр

  • 6 стих

    литер. о στίχος, белый - ανομοιοκατάληκτοςстихи мн. литер. τα ποιήματα, τα στιχουργήματα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стих

  • 7 линия

    линия
    ж в разн. знач. ἡ γραμμή, ὁ στίχος, ἡ σειρά:
    прямая \линия ἡ εὐθεϊα γραμμἤ автоматическая \линия συστοιχία αὐτόματων μηχανών трамвайная \линия ἡ γραμμή τοδ τραμ, ἡ τροχιοδρομική γραμμή· \линия партии ἡ γραμμή τοῦ κόμματος· \линия прицела воен. ἡ σκοπευτική γραμμή· \линия обороны ἡ ἀμυντική γραμμή· \линия поведения ἡ διαγωγή.

    Русско-новогреческий словарь > линия

  • 8 стих

    стих
    м
    1. (стихотворная строка) ὁ στίχος:
    белый \стих οἱ ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι·
    2. \стихи́ мн. τά ποιήματα:
    писать \стихй γράφω ποιήματα, στιχουργώ.

    Русско-новогреческий словарь > стих

  • 9 хорей

    хорей
    м лит. ὁ χορείος, ὁ τροχαίος στίχος.

    Русско-новогреческий словарь > хорей

  • 10 line

    I 1. noun
    1) ((a piece of) thread, cord, rope etc: She hung the washing on the line; a fishing-rod and line.) κλωστή, σπάγγος, σκοινί, πετονιά
    2) (a long, narrow mark, streak or stripe: She drew straight lines across the page; a dotted/wavy line.) γραμμή
    3) (outline or shape especially relating to length or direction: The ship had very graceful lines; A dancer uses a mirror to improve his line.) γραμμή
    4) (a groove on the skin; a wrinkle.) ρυτίδα
    5) (a row or group of objects or persons arranged side by side or one behind the other: The children stood in a line; a line of trees.) σειρά, στοίχος
    6) (a short letter: I'll drop him a line.) αράδα
    7) (a series or group of persons which come one after the other especially in the same family: a line of kings.) σειρά διαδοχής, γενεαλογία
    8) (a track or direction: He pointed out the line of the new road; a new line of research.) πορεία
    9) (the railway or a single track of the railway: Passengers must cross the line by the bridge only.) σιδηροδρομική γραμμή
    10) (a continuous system (especially of pipes, electrical or telephone cables etc) connecting one place with another: a pipeline; a line of communication; All (telephone) lines are engaged.) γραμμή
    11) (a row of written or printed words: The letter contained only three lines; a poem of sixteen lines.) σειρά: στίχος
    12) (a regular service of ships, aircraft etc: a shipping line.) γραμμή
    13) (a group or class (of goods for sale) or a field of activity, interest etc: This has been a very popular new line; Computers are not really my line.) σειρά, είδος: τομέας δραστηριότητας
    14) (an arrangement of troops, especially when ready to fight: fighting in the front line.) γραμμή, παράταξη
    2. verb
    1) (to form lines along: Crowds lined the pavement to see the Queen.) παρατάσσομαι στο μήκος (του δρόμου)
    2) (to mark with lines.) ριγώνω, χαρακώνω, ρυτιδώνω
    - linear - linesman
    - hard lines!
    - in line for
    - in
    - out of line with
    - line up
    - read between the lines
    II verb
    1) (to cover on the inside: She lined the box with newspaper.) επενδύω
    2) (to put a lining in: She lined the dress with silk.) φοδράρω

    English-Greek dictionary > line

  • 11 стих

    [στίχ] ουσ. α. στίχος

    Русско-греческий новый словарь > стих

  • 12 хорей

    [χαριέϊ] ουσ. α. (λογοτ.) τροχαίος στίχος, χορείος

    Русско-греческий новый словарь > хорей

  • 13 стих

    [στίχ] ουσ α στίχος

    Русско-эллинский словарь > стих

  • 14 хорей

    [χαριέϊ] ουσ α (λογοτ) τροχαίος στίχος, χορείος

    Русско-эллинский словарь > хорей

  • 15 акцентный

    επ.
    (γλωσ.) τονικός, του το νου, του τονισμού.
    εκφρ.
    акцентный стих – ο τονικός στίχος.

    Большой русско-греческий словарь > акцентный

  • 16 александрийский

    επ.
    αλεξανδρινός•

    александрийский стих Ο αλεξανδρινός στίχος (ο δωδεκασύλλαβος)•

    -лист; александрийский стручок σέννα (καθαρτικό από φύλλα κάσιας).

    Большой русско-греческий словарь > александрийский

  • 17 амфибрахий

    α.
    αμφίβράχης(-χυς) στίχος.

    Большой русско-греческий словарь > амфибрахий

  • 18 ионийские

    κ. ионический1επ. ιωνικός•

    диалект ιωνική διάλεκτος•

    ионийские стих ιωνικός στίχος•

    - ордер (αρχτ.) ιωνικός ρυθμός.

    Большой русско-греческий словарь > ионийские

  • 19 кантата

    θ.
    καντάδα (μουσική ή στίχος).

    Большой русско-греческий словарь > кантата

  • 20 кованый

    επ.
    1. σφυρήλατος.
    2. σιδερόδετος•

    -сундук σιδερόδετο σουντούκι.

    3. πεταλωμένος, καλιγωμένος. || (για υποδήματα) με σιδεράκια.
    4. επεξεργασμένος, δουλευμένος•

    стих δουλευμένος στίχος.

    Большой русско-греческий словарь > кованый

См. также в других словарях:

  • στίχος — row masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίχος — Σειρά από συλλαβές με μεταβλητό αριθμό, ρυθμικά τακτοποιημένες κατά αρμονικές περιόδους. Ο ρυθμός που προκύπτει οφείλεται στην κατάλληλη εναλλαγή ισχυρών (άρση) και ασθενών χρόνων (θέση), που μπορεί να γίνει ή με το ποσοτικό (προσωδιακό) σύστημα …   Dictionary of Greek

  • στίχος — ο 1. μια σειρά σε ένα κείμενο: Στις εξετάσεις δόθηκε ένα αρχαίο κείμενο 15 στίχων. 2. γραμμή ποιήματος: Κάθεστροφή αυτού του ποιήματος αποτελείται από τρεις στίχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στιχός — στίξ row fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα …   Dictionary of Greek

  • καρκινικός (στίχος) — καρκινικός (στίχος), ο που μπορεί να διαβαστεί κι απ την αρχή κι από το τέλος, όπως «νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεξανδρινός στίχος — Με τον όρο αυτό παρέμεινε στη γαλλική ποίηση η μορφή του δωδεκασύλλαβου στίχου, που χρησιμοποίησε ο ποιητής Αλεξάντρ Ντι Μπερνέ, ο επιλεγόμενος Παρισινός, όταν τον 12o αι. διασκεύασε σε ηρωικούς δωδεκασύλλαβους το γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα του… …   Dictionary of Greek

  • ενδεκασύλλαβος — Στίχος έντεκα συλλαβών. Ο στίχος αυτός σπανίζει στα βυζαντινά κείμενα, αλλά είναι πολύ διαδεδομένος στα νεοελληνικά από τον 15o αι. Χρησιμοποιήθηκε από τον Χορτάτση, τον Μπουνιαλή κ.ά. και, στους νεότερους χρόνους, από τον Διονύσιο Σολωμό. Ο ε.… …   Dictionary of Greek

  • δεκαπεντασύλλαβος — Στίχος που έχει δεκαπέντε συλλαβές. Ο πιο συνηθισμένος του είδους είναι ο ιαμβικός δ. Ονομάζεται και πολιτικός στίχος. Η ονομασία αυτή δόθηκε από τους αρχαιολάτρες βυζαντινούς λογίους και έχει απαξιωτική σημασία, επειδή πολιτικό θεωρούσαν καθετί… …   Dictionary of Greek

  • δεκατρισύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από δεκατρείς συλλαβές. Ο στίχος αυτός πρωτοεμφανίστηκε στη νεοελληνική ποίηση της καθαρεύουσας, προϋπήρχε όμως στην ανώνυμη δημοτική ποίηση. Κόβεται στην έβδομη συλλαβή και αποτελείται από δύο ημιστίχια, ένα επτασύλλαβο… …   Dictionary of Greek

  • επτασύλλαβος — Στίχος που αποτελείται από επτά συλλαβές. Ο στίχος αυτός σπανίζει στη νεοελληνική ποίηση, τον χρησιμοποίησαν όμως οι I. Γρυπάρης και Ζ. Παπαντωνίου. * * * η, ο (Μ ἑπτασύλλαβος, ον) αυτός που αποτελείται από επτά συλλαβές (α. «επτασύλλαβος στίχος» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»