-
1 στίβω
στίβω, seltene Nebenform von στείβω, vielleicht nur Xen. An. 1, 9. 13. τὰς στιβομένας ὁδούς.
-
2 στιβω
-
3 στιβώ
στιβάζωtread upon: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)στιβέωtread: pres subj act 1st sg (attic epic doric)στιβέωtread: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
4 στιβῶ
στιβάζωtread upon: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)στιβέωtread: pres subj act 1st sg (attic epic doric)στιβέωtread: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
5 στίβω
στίβω, seltene Nebenform von στείβω, vielleicht nur Xen. An. 1, 9. 13. τὰς στιβομένας ὁδούς -
6 στίβω
στίβοςtrodden way: masc nom /voc /acc dualστίβοςtrodden way: masc gen sg (doric aeolic)——————στίβοςtrodden way: masc dat sg -
7 στίβῳ
Βλ. λ. στίβω -
8 στίβω
см. στύβω -
9 στίβωι
στίβῳ, στίβοςtrodden way: masc dat sg -
10 выжать
выжать 1-жму, -жмешьρ.σ.μ.1. εκθλίβω, εκπιέζω χυμό. || στίβω, ξεζουμίζω•выжать лимон στίβω το λιμόνι•
выжать белье στίβω τα ρούχα.
|| μτφ. κατεξαντλώ οικονομικά.2. διώχνω, βγάζω έξω με σπρωξιές•его -ли из очереди σπρώχνοντας τον έβγαλαν από τη σειρά.
3. σηκώνω•он -ал левой рукой 50 кг. αυτός σήκωσε με το αριστερό χέρι 50 κιλά.
εκθλίβομαι, στίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.выжать 2-жну, -жнешьρ.σ.μ.θερίζω. -
11 выжимать
1. (выдавливать) εκθλίβω, στίβω, ξεζουμίζω 2. (выпускать жидкость, влагу) στραγγίζω, στίβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выжимать
-
12 выжать
-
13 давить
-
14 выжимать
выжиматьнесов1. (выдавливать) ἐκπιέζω, ἐκθλίβω, στίβω, ξεζουμίζω, ζύ-φω/ πατῶ (виноград)·2. (выкручивать) στραγγίζω, στίβω, ἀποξηραίνὠ3. спорт, (гирю, штангу) σηκώνω, αίρω (βάρη, ἀλτήρες)· ◊ \выжимать со́ки ξεζουμίζω, ἐξαντλώ, ἐξουθενῶ· \выжимать деньги · из кого-л. χαρατσώνω κάποιον, ἀποσπῶ χρήματα ἀπό κάποιον. -
15 жать
жать Iнесов1. (давить, стискивать) πιέζω, σφίγγω, ζουλῶ:\жать ру́ку σφίγγω τό χέρι·2. (быть тесным) στενεύω, στενοχωρώ:ту́фли жмут (μέ) στενέβουν τά παπούτσια· воротничок мне жмет μέ σφίγγει ὁ γιακάς·3. (выдавливать, выжимать) στίβω, στραγγίζω, πατώ:\жать виноград πατῶ τά σταφύλια· \жать сок из лимона στίβω τό λεμόνι· \жать масло στραγγίζω τό βούτυρο.жать IIнесов (рожь и т. п.) θερίζω. -
16 выдавить
-влю, -вишь, ρ.σ.μ.1. εκθλίβω, αποθλίβω, εκπιέζω, στίβω, ξεζουμίζω•выдавить лимон στίβω το λεμόνι,
μτφ. πνίγω, με δυσκολία συγκρατώ• καταπίνω•выдавить слезы καταπίνω τα δάκρυα•
выдавить смех, улыбку μέ δυσκολία συγκρατώ το γέλιο, το χαμόγελο•
из него ни слова не -ишь απ’ αυτόν δε βγάζεις ούτε λέξη.
2. πιέζοντας κατασπάζω, συντρίβω, γκρεμίζω.3. еивыдавить τυπώνω ανάγλυφα.1. εκθλίβομαι, εκπιέζομαι, στίβομαι, ξεζουμίζομαι.2. κατασπάζομαι, συντρίβομαι, γκρεμίζομαι από την πίεση.3. εκτυπώνομαι ανάγλυφα. -
17 жать
жать 1жму, жмешь, ρ.δ.μ.1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•жать руку σφίγγω το χέρι•
жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.
|| στηρίζω γερά•жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.
|| συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.2. στενεύω•туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•
воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.
3. στίβω, εκθλίβω•жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•
жать виноград πατώ τα σταφύλια•
жать масло βγάζω λάδι.
4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).
5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).
1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.
|| συνωστίζομαι.2. σφίγγομαι, κολλώ•ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•
он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.
3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.
4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.
жать 2жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.θερίζομαι. -
18 обжать
-
19 στίβος
στίβος, ὁ, der betretene Pfad, Fußsteig; H. h. Merc. 352; Soph. Ant. 769; στίβον ὀγμεύει τόνδε πέλας που, Phil. 163, vgl. 157; κενός, Eur. Or. 1274; φυλάσσου, μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν, I. T. 67; Her. 4, 140. – Fußtapfen, Fährte, Spur, H. h. Merc. 353; πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκὼς τοὺς ἐμοὺς κατὰ στίβους, Aesch. Prom. 682; καὶ μὴν στίβοι γε ποδῶν ὅμοιοι, Ch. 203; ἰχνοσκοποῠσά τ' ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς, 226; Soph. Phil. 29. 48; ὡς ἂν προὐξερευνήσω στίβον, Eur. Phoen. 92; ἑπόμενοι κατὰ στίβον, Her. 5, 102. 9, 59; ἐφαίνετο ἴχνη· εἰκάζετο δὲ ὁ στίβος ὡς δισχιλίων ἵππων, Xen. An. 1, 6, 1, vgl. 6, 1, 24. 7, 3, 43; Plut. Alex. 24.
-
20 φυλάσσω
φυλάσσω, attisch - ττω, fut. φυλάξομαι, auch in pass. Bdtg, Soph. Phil. 48 Xen. Oec. 4, 9; – intrans., wachen, nicht schlafen, Wache halten; ἀνίη καὶ τὸ φυλάσσειν πάννυχον ἐγρήσσοντα Od. 20, 52; οὐδ' ἐϑέλουσιν νύκτα φυλασσέμεναι Il. 10, 312; οἱ δ' ἐγρηγόρϑασι, φυλασσέμεναί τε κέλονται ἀλλήλοις 419, vgl. Od. 5, 466. 22, 195; – auch im med., Il. 10, 188. – Trans., 1) bewachen, beschützen, bewahren, von Personen, Heerden u. andern Sachen; Hom. oft; ἐγὼ παρά ϑ' ἵσταμαι ἠδὲ φυλάσσω Il. 5, 809; ἀϑανάτων ὅςτις σε φυλάσσει τε ῥύεταί τε Od. 15, 35, wie Il. 10, 417; ἐγὼ σῦς τάςδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε Od. 14, 107; μένω παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσω Od. 19, 525; οἶνος, ὃν σὺ φυλάσσεις 2, 350; das Haus hüten, es nicht verlassen, 5, 208; πόλιν Aesch. Spt. 126; φύλασσε τἀν οἴκῳ καλῶς Ch. 572; σῶζ' αὐτὰ καὶ φύλασσε Soph. Phil. 755, u. öfter, wie Eur.; φυλάττοι σε Ζεύς Ar. Equ. 497; φυλάττειν τινὰ ἀπό τινος, Einen vor Einem od. vor Etwas beschützen, Xen. Hell. 7, 2,10 Cyr. 1, 4,7; τινὶ τιμωρίαν, Einem die Rache aufsparen, Dem. 21, 40; so auch Sp.; – φυλάττεσϑαι παρά τινι, bei Etwas verwahrt, verborgen liegen, Soph. O. R. 383; φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9. – 2) beobachten, belauern; ὄφρα μιν αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω ἐν πορϑμῷ Ἰϑάκης Od. 4, 670; νόστον, auf die Heimkehr lauern, Il. 2, 251, wie τινά Xen. An. 4, 6,11; καὶ τηρεῖν τινα Dem. 18, 276; bes. die rechte Zeit abpassen, wahrnehmen, τὴν κυρίην ἡμέρην, Her. 8, 40. 2, 82. 8, 9; oft bei Dem., τοὺς έτησίας ἢ τὸν χειμῶνα 4, 31, ἀριστοποιουμένους φυλάξας τοὺς στρατιώτας 23, 165, er paßte die Zeit ab, wo die Soldaten frühstückten. – 3) übh. bewachen, beobachten, aufrecht erhalten, χόλον, den Zorn bewahren, ihn nicht aufgeben, Il. 16, 30; αἰδῶ καὶ φιλότητα, Ehrfurcht und Liebe bewahren, 24, 111; ὅρκια, Schwüre bewahren, in Ehren halten, 3, 280; ἔπ ος, d. i. dem Befehl Folge leisten, 16, 686; οὐκ ἐφύλαξα ἀπειλὰς ὑμετέρας, ich habe eure Drohungen nicht beachtet, Callim. Del. 204; φυλάσσοντες τελετάς Pind. Gl. 3, 43; νόμον Soph. Trach. 613; σιγὴν φυλάσσετε, beobachtet Stillschweigen, Eur. I. A. 542; τοῦτο μόνον φυλάττωμεν, das allein wollen wir festhalten, Plat. Theaet. 182 c, u. öfter νόμους u. ä. – Med. sich Etwas bewahren, im Geiste od. im Gedächtnisse, Hes. O. 263. 561. 694; φυλάσσεσϑαί τι ἐν ϑυμῷ 491; vgl. Soph. τὰ μὲν λελεγμένα ἄῤῥητ' ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι El. 1000; – sich hüten, sich vorsehen, auf seiner Hut sein, πεφυλαγμένος εἶναι, vorsichtig sein, Il. 23, 343; τινὰ od. τί, vor Einem, vor Etwas sich hüten, Her. 1, 108. 7, 130; Aesch. Prom. 717 u. öfter; τό τ' Ἴλιον καὶ τοὺς Ἀτρείδας εἰςορῶν φυλάξομαι Soph. Phil. 48; Ar.; in Prosa überall; πρός τι Thuc. 7, 69; – τινός, wegen Etwas besorgt, auf seiner Hut sein, νεῶν Thuc. 4, 11; dah. ἄρκτοι πεφυλαγμέναι ὠκεανοῖο Arat. 48, die sich vor dem Meere hüten, nie untergehen; – c. inf., φυλάξομαι δὲ τάςδε μεμνῆσϑαι σέϑεν ἐφετμάς Aesch. Suppl. 202. – Auch φυλάττεσϑαι μή, φύλαξαι, μὴ ϑράσος τέκῃ φόβον Aesch. Suppl. 493, vgl. Prom. 390; φυλάσσου, μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν Eur. I. T. 67; u. in Prosa, τοῦτό γε φύλαξαι, μή ποτε δόξῃς Plat. Polit. 263; Xen. An. 2, 2,16; ὡς μή c. inf., 7, 6,22; ὥςτε μή c. inf., 3, 35. – Das act. in Bdtg des med. einzeln bei Plat., wie Theaet. 154 d; φυλάσσων, μή τί σε λάϑῃ παραμειψαμένη Eur. I. A. 145; häufiger bei Sp., vgl. Lob. Phryn. 363 u. Jac. Ach. Tat. 923.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στίβω — Ν βλ. στείβω … Dictionary of Greek
στιβώ — (I) έω, ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, περπατώ, βαδίζω 2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.). (II) όω, Α 1. θλίβω, καταθλίβω 2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω*… … Dictionary of Greek
στίβω — βλ. στύβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιβῶ — στιβάζω tread upon fut ind act 1st sg (attic epic ionic) στιβέω tread pres subj act 1st sg (attic epic doric) στιβέω tread pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβω — στίβος trodden way masc nom/voc/acc dual στίβος trodden way masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβῳ — στίβος trodden way masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβωι — στίβῳ , στίβος trodden way masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στίβωσις — ώσεως, ἡ, Α [στιβῶ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στιβώ (II) 2. κολασμός … Dictionary of Greek
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek
έπομαι — (AM ἕπομαι) 1. ακολουθώ άλλον, συνοδεύω (α. «ἡγήσατο, τοὶ δ’ ἅμ’ ἕποντο», Ομ. Οδ. β. «τῷ δ’ ἅμα τεσσαράκοντα μέλαιναι νῆες ἕποντο Λοκρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. (στο γ’ εν. πρόσ.) ἕπεται προκύπτει, εξάγεται ως συμπέρασμα 3. (η μτχ. ενεστ.) ἑπόμενος, η, ο… … Dictionary of Greek
αστίβητος — ἀστίβητος, ον (AM) ο αστιβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στιβώ («πατώ, περιπατώ») < στίβος] … Dictionary of Greek