-
1 σπαραγμος
ὅ тж. pl.1) разрывание, раздирание(χρωτός Eur.)
ἐξαλύσκειν Βακχῶν σπαραγμόν Eur. — убегать, чтобы не быть растерзанным вакханками;ὄνυχα τίθεσθαι σπαραγμοῖς Eur. — (в отчаянии) расцарапывать себе (лицо)2) судорога, спазм Aesch., Soph., Plut., Luc. -
2 σπαραγμός
[спарагмос] ουσ α разрывание, раздирание. (сердца), ссора, раздора. -
3 διωδυνος
-
4 σπάραγμα
το, σπάραγμός ο1) раздирание, терзание; 2) мучение, мука
См. также в других словарях:
σπαραγμός — tearing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμός — ο, ΝΜΑ [σπαράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαράσσω, σπάραγμα νεοελλ. βαθιά θλίψη, συντριβή αρχ. 1. σπασμός 2. αγωνία … Dictionary of Greek
σπαραγμός — ο 1. κατασπάραξη. 2. βαθιά θλίψη, πόνος ψυχικός: Ένιωσε σπαραγμό μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαραγμοῖς — σπαραγμός tearing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμοί — σπαραγμός tearing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμοῦ — σπαραγμός tearing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμούς — σπαραγμός tearing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμῶν — σπαραγμός tearing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμῷ — σπαραγμός tearing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμόν — σπαραγμός tearing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sparagmos — (Greek: σπαραγμός) refers to an ancient Dionysian ritual in which a living animal, or sometimes even a human being, would be sacrificed by being dismembered, by the tearing apart of limbs from the body. Sparagmos was frequently followed by… … Wikipedia