Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπειροῦν

  • 1 σπειρούν

    σπειράομαι
    to be coiled: pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic)
    σπειράομαι
    to be coiled: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric ionic)
    σπειρόω
    to be coiled: pres part act masc voc sg
    σπειρόω
    to be coiled: pres part act neut nom /voc /acc sg
    σπειρόω
    to be coiled: pres inf act (epic doric)

    Morphologia Graeca > σπειρούν

  • 2 σπειροῦν

    σπειράομαι
    to be coiled: pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic)
    σπειράομαι
    to be coiled: pres part act neut nom /voc /acc sg (attic epic doric ionic)
    σπειρόω
    to be coiled: pres part act masc voc sg
    σπειρόω
    to be coiled: pres part act neut nom /voc /acc sg
    σπειρόω
    to be coiled: pres inf act (epic doric)

    Morphologia Graeca > σπειροῦν

См. также в других словарях:

  • σπειροῦν — σπειράομαι to be coiled pres part act masc voc sg (attic epic doric ionic) σπειράομαι to be coiled pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic) σπειρόω to be coiled pres part act masc voc sg σπειρόω to be coiled pres part act neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπορος — η, ο (AM ἄσπορος, ον) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος») 2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους… …   Dictionary of Greek

  • μυκορρίζια ή ριζομύκια — Βοτανικός όρος που χαρακτηρίζει τις ειδικές κοινοβιακές συμβιώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται ανάμεσα στις νεαρές ρίζες των φυτών και στις υφές (επιμήκη κυλινδρικά νήματα) των μυκήτων. Τα μ. μελετήθηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά κατά τα τέλη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»