-
1 посевной
посевной: \посевнойая площадь η σπαρμένη επιφάνεια· \посевнойая кампания η σπορά, η εποχή της σποράς* * *посевна́я пло́щадь — η σπαρμένη επιφάνεια
посевна́я кампа́ния — η σπορά, η εποχή της σποράς
-
2 площадь
площадьж1. (пространство) ἡ ἐπιφάνεια, ὁ χῶρος, ἡ ἔκταση / мат τό ἐμβαδόν:жилая \площадь ὁ κατοικήσιμος χώρος· посевная \площадь ἡ σπαρμένη ἐπιφάνεια, οἱ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις· \площадь кру́га τό ἐμβαδόν τ<Λ5 κύκλου·2. (место) ἡ πλατεία:базарная \площадь ἡ πλατεία τής ἀγοράς, ἡ ἀγο-ρά Кра́сная \площадь ἡ Κόκκινη πλατεία. -
3 γή
η1) земля, земной шар;ο άξων της γής — земная ось;
ο φλοιός της γής — земная кора;
2) земля, почва, грунт;εύφορη γή — плодородная земля;
χέρσα γή — целина;
θηραϊκή γή — фарфоровая глина;
γή αργιλλώδης — глинистая почва;
γή αμμώδης — песчаный грунт;
3) земля, поле, участок земли; земельный участок;σπαρμένη γή — посевная площадь;
εργάτης γής — а) сельскохозяйственный рабочий; — б) батрак;
4) земля, территория, местность, страна;Σοβιετική γή — Советская земля;
5) земля, суша, материк;κατά γήν και κατά θάλασσαν — на суше и на море;
κατά γήν στρατιωτικές δυνάμεις — наземные войска;
§ μαύρη γή(ς) — ад;
άγνωστος γή — тёмный лес (для кого-л.), земли незнаемая (лат. терра инкогнита);
γή της επαγγελίας — земли обетованная;
αγαθά ( — или καλά) της γής — земные блага;
κατά γής — наземь, на землю;
όπου γής — в любой точке земного шара;
γήν ορώ — вот и конец мучениям;
τα κάνω γής Μαδιάμ — разрушить всё до основания;
κινώ γή και ουρανό — пустить в ход все средства; — сделать всё возможное;
δεν πατάει στη γή — а) ног под собой не чувствовать, быть вне себя от радости; — б) витать в облаках;
άνοιξε ( — или σκίστηκε) η γή και τον κατάπιε — он как сквозь землю провалился;
στον ουρανό το γύρευα και στη γή το βρήκα — погов. счастье с неба свалилось
-
4 μάγια
τα1) чары, колдовство, магия;κάνω (τα) μάγια — ворожить, колдовать;
ρίχνω ( — или κάνω) σε κάποιον μάγια — околдовывать кого-л.;
λύνω τα μάγια — снимать чары;
2) прелесть, очарование;νύχτα σπαρμένη μάγια — чарующая ночь
-
5 σπαρμένος
η, ο посеянный, засеянный;σπαρμένη γη — посевная площадь;
§ σπαρμένος εδώ και κεί — разбросанный,' рассеянный
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μάγια — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * (I) η·θρησκειολ. σανσκριτική λέξη που σημαίνει μαγεία ή ψευδαίσθηση και αποτελεί θεμελιώδη έννοια τής ινδουιστικής φιλοσοφίας. (II) η ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
σησαμίτις — ίτιδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. α) (για την γη) αυτή που είναι σπαρμένη με σουσάμι β) (για έδεσμα) αυτή που είναι παρασκευασμένη με σουσάμι 2. το φυτό σησαμίς*, η ρεζεντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + επίθημα ῖτις, ίτιδος (πρβλ. θαμν ῖτις)] … Dictionary of Greek
σπορολογούμαι — έομαι, Α (για σπαρμένη περιοχή) γίνεται η συγκομιδή τών καρπών μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + λογῶ*] … Dictionary of Greek
φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek