-
1 σπίρτο
τό1) спирт, алкоголь; 2) спиртной напиток; 3) спичка; πλ. спички;§ σπίρτο του άλατος — соляная кислота;
είναι σπίρτο μοναχό — а) он очень умный; — б) он очень деятельный, энергичный
-
2 σπίρτο
[спирто] ουσ ο спичка. -
3 μοναχός
I, η, ο, μονάχος, η, ο1) одинокий;μένω μοναχός — остаться одиноким, осиротеть;
2) один, сам;μοναχός μου (σου, του — к. λ. π.) — я сам (ты сам, он сам и т. д.);
μοναχή της — она сама;
3) чистый, подлинный, настоящий;χρυσάφι μοναχο — чистое золото;
σπίρτο μοναχο — а) чистый спирт; — б) перен. живой ум (об остроумном, находчивом человеке);
§ σκυλί μοναχο — а) настоящая собака (о жестоком человеке); — б) вынослив как лошадь
μοναχός2II ο монах
См. также в других словарях:
σπίρτο — το, Ν 1. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, το πυρείο 2. (κν. ονομ.) α) απόσταγμα οίνου, οινόπνευμα β) ποτό που… … Dictionary of Greek
σπίρτο — το (λ. ιταλ.) 1. πυρείο: Δεν είχε σπίρτα για να ανάψει το τσιγάρο του. 2. οινόπνευμα: Αυτό το κονιάκ είναι σκέτο σπίρτο. 3. μτφ., άνθρωπος έξυπνος: Αυτό το παιδί είναι σπίρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek
καφεκούτι — το 1. δοχείο στο οποίο τοποθετείται και προφυλάσσεται από την υγρασία και τους ρύπους ο καφές, καφετιέρα 2. μτφ. γυναίκα που έχει γεράσει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφές + κούτι (< κουτί), πρβλ. σπιρτο κούτι, τσιγαρο κούτι] … Dictionary of Greek
οινόπνευμα — το κοινή ονομασία τής χημικής ένωσης αιθυλική αλκοόλη ή αιθανόλη, αλλ. σπίρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πνεῦμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αιγιναία] … Dictionary of Greek
πυρείο — το / πυρεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρήϊον Α νεοελλ. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι, στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, κν. σπίρτο μσν. αρχ. 1. (στον… … Dictionary of Greek
πυρειοπώλης — ο, Ν πωλητής πυρείων, σπίρτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρείο «σπίρτο» + πώλης (< πωλῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Π. Ι. Φέρμπο] … Dictionary of Greek
σπιρτάδα — η, Ν 1. η καυστική οσμή ή γεύση τών αλκοολούχων υγρών ή άλλων καυστικών ουσιών 2. οξύτητα πνεύματος, εξυπνάδα, ευστροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + κατάλ. άδα (πρβλ. σβελτ άδα)] … Dictionary of Greek
σπιρτοκούτι — και σπιρτόκουτο, το, Ν κουτί με σπίρτα, το οποίο έχει τις πλάγιες επιφάνειες επικαλυμμένες με ειδικό επίχρισμα ώστε να ανάβει το σπίρτο όταν τριφθεί … Dictionary of Greek
σπιρτολόγος — ο, Ν 1. καμινέτο, μικρός μετάλλινος βραστήρας που χρησιμοποιεί οινόπνευμα ως καύσιμο 2. η εστία εμπροσθογεμούς πυροβόλου όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπίρτο + λόγος*] … Dictionary of Greek
σπιρτόζος — α, ο, Ν 1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται από οξύτητα και ευστροφία πνεύματος 2. (για λόγο) πνευματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spiritoso (βλ. λ. σπίρτο)] … Dictionary of Greek