Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σοσιαλιστής

См. также в других словарях:

  • σοσιαλιστής — ο, θηλ. σοσιαλίστρια, Ν οπαδός τού σοσιαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. socialiste < socialisme (πρβλ. σοσιαλισμός) + κατάλ. iste (βλ. ιστής). Η λ., στον λόγιο τ. αιτ. πληθ. σοσιαλιστάς, μαρτυρείται από το 1852 στην… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλιστής — ο και σοσιαλίστρια, η οπαδός του σοσιαλισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοσιαλιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλισμό («σοσιαλιστικό κόμμα») 2. αυτός που στηρίζεται στις αρχές τού σοσιαλισμού («σοσιαλιστική οργάνωση τής κοινωνίας») 3. φρ. α) «Σοσιαλιστική Διεθνής» ομοσπονδία σοσιαλιστικών κομμάτων και… …   Dictionary of Greek

  • αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιστής — ο παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Κοινωνιστής (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ ιστής ως απόδοση τού γαλλ. social iste) < θ. κοινων τού κοινων ικός + κατάλ. ιστής, πρβλ. μαρξ ιστής, υπαρξ ιστής] …   Dictionary of Greek

  • νεοφώτιστος — και νιοφώτιστος, η, ο (ΑΜ νεοφώτιστος, ον) αυτός που φωτίστηκε πρόσφατα με τη διαδικασία τού βαπτίσματος νεοελλ. αυτός που ασπάστηκε μια ιδεολογία πρόσφατα («νεοφώτιστος σοσιαλιστής») …   Dictionary of Greek

  • ρεφορμισμός — Μέθοδος πολιτικής δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει την υπάρχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεται από το ένα μέρος στις επαναστατικές μεθόδους και από το άλλο στις αντιλήψεις του …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… …   Dictionary of Greek

  • φαβιανός — ή, ό, Ν 1. μέλος τής Φαβιανής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1883 με στόχο την εγκαθίδρυση δημοκρατικού σοσιαλιστικού καθεστώτος στη Μεγάλη Βρετανία και τάσσεται υπέρ τής σταδιακής μετάβασης στον σοσιαλισμό, απορρίπτοντας την ταξική… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιστήριο — το, Ν (κοινων. οικον.) μονάδα εργασίας, που θα λειτουργούσε ως παραγωγική και καταναλωτική κοινότητα και θα αποτελούσε το πρωτογενές οικονομικο κοινωνικό κύτταρο για τη δημιουργία τού τελευταίου σταδίου τής βιομηχανικής κοινωνίας, που προέβαλλε ο …   Dictionary of Greek

  • φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»