Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σοβιετικός

  • 1 советский

    επ.
    σοβιετικός•

    советский народ ο σοβιετικός λαός•

    -ая власть σοβιετική εξουσία•

    -ое государство σοβιετικό κράτος•

    строй σοβιετικό καθεστώς•

    -ая конституция το σοβιετικό σύνταγμα•

    советский патриотизм σοβιετικός πατριωτισμός•

    советский союз Σοβιετική Ενωση.

    Большой русско-греческий словарь > советский

  • 2 армия

    армия ж 1) ο στρατός' Советская \армия ο Σοβιετικός στρατός 2) (войсковое соединение ) η στρατιά
    * * *
    ж
    1) ο στρατός

    Сове́тская а́рмия — ο Σοβιετικός στρατός

    Русско-греческий словарь > армия

  • 3 советский

    советский σοβιετικός; Советский Союз η Σοβιετική Ένωση; \советскийая власть η σοβιετική εξουσία
    * * *

    Сове́тский Сою́з — η Σοβιετική Ένωση

    сове́тская власть — η σοβιετική εξουσία

    Русско-греческий словарь > советский

  • 4 армия

    арм||ия
    ж
    1. (вооруженные силы) ὁ στρατός, ἡ στρατιά, τό στράτευμα:
    Советская Армия ὁ Σοβιετικός Στρατός; Красная Армия ист. ὁ Κόκκινος Στρατός; действующая \армия ὁ ἐνεργός στρατός, ὁ στρατός ἐν ἐνεργεία; регулярная \армия ὁ τακτικός (μόνιμος) στρατός; оккупационная \армия ὁ στρατός κατοχής; сухопу́тная \армия ὁ στρατός τής ξηρᾶς; служить в \армияии ὑπηρετώ στον στρατό; призывать в \армияию καλῶ ὑπό τά ὀπλα;
    2. (войсковое соединение) ὁ στρατός, ἡ στρατιά:
    ко́иная \армия τό ιππικό.

    Русско-новогреческий словарь > армия

  • 5 советский

    советск||ий
    прил σοβιετικός:
    Советский Союз ἡ Σοβιετική Ένωση· \советскийая власть ἡ σοβιετική ἐξουσία· \советский строй τό σοβιετικό σύστημα· \советскийое государство τό σοβιετικό κράτος.

    Русско-новогреческий словарь > советский

  • 6 советский

    [σαβιέτσκιϊ] ουσ. α. σοβιετικός

    Русско-греческий новый словарь > советский

  • 7 советский

    [σαβιέτσκιϊ] ουσ α σοβιετικός

    Русско-эллинский словарь > советский

  • 8 армия

    θ.
    1. στρατός•

    советская армия ο Σοβιετικός στρατός•

    служить в -и υπηρετώ στο στρατό•

    действующая армия ο ενεργός στρατός•

    резервная армия ο εφεδρικός στρατός•

    призыв, в -ю η κλήση στο στρατό (υπο τα όπλα)•

    регулярная армия ο τακτικός στρατός.

    2. το πεζικό.
    3. σχηματισμός στρατιωτικός, στρατιά•

    первая конная армия η πρώτη στρατιά ιππικού•

    танковая армия η στρατιά αρμάτων μάχης.

    || μτφ. πλήθος•

    -безработных στρατιά ανέργων.

    Большой русско-греческий словарь > армия

  • 9 народ

    α.
    1. λαός•

    советский народ σοβιετικός λαός•

    греческий народ ελληνικός λαός•

    все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•

    трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).

    2. άνθρωποι•

    там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.

    || κόσμος•

    собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    εκφρ.
    простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•
    чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•
    на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•
    на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα.

    Большой русско-греческий словарь > народ

  • 10 общество

    ουδ.
    1. κοινωνία•

    человче-ско общество ανθρώπινη κοινωνία•

    первобытное общество πρωτόγονη κοινωνία.

    2. κύκλος• τάξη• στρώμα•

    дворянское общество η τάξη των ευγενών•

    купеческое общество το στρώμα των εμπόρων.

    || το φύλο•

    женское общество το γυναικείο φύλο, η γυναικεία κοινωνία.

    3. παρέα, συντροφιά, κομπανία. || το περιβάλλον.
    4. σύνδεσμος, σύλλογος, εταιρεία•

    грко-со-втское общество ελληνο-σοβιετικός σύνδεσμος•

    акционерное общество μετοχική εταιρεία.

    || σύλλογος•

    спортивное общество αθλητικός σύλλογος.

    5. αγροτική κοινότητα.

    Большой русско-греческий словарь > общество

См. также в других словарях:

  • σοβιετικός — ή, ό, Ν [σοβιέτ] 1. ο σχετικός με τα σοβιέτ ή αυτός που διοικείται από σοβιέτ 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σοβιετική Ένωση ή προέρχεται από τη Σοβιετική Ένωση 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Σοβιετικός, η Σοβιετική ο κάτοικος τής… …   Dictionary of Greek

  • σοβιετικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα σοβιέτ ή διοικείται με τα σοβιέτ: Η Σοβιετική Ένωση τα τελευταία χρόνια έγινε υπερδύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ορέσνικοφ, Βίκτορ Μιχαήλοβιτς — Σοβιετικός ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1904. Σπούδασε στο Ανώτατο Καλλιτεχνικό και Τεχνικό Ινστιτούτο στο Λένινγκραντ και την περίοδο 1933 36 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές κοντά στον I. Μπρόντσκι στην Ακαδημία Τεχνών. Διετέλεσε καθηγητής (από το 1930)… …   Dictionary of Greek

  • Ράντεκ, Καρλ Μπερνάρντοβιτς — Σοβιετικός δημοσιογράφος και πολιτικός. Γεννήθηκε το 1885. Πήρε μέρος από νεαρή ακόμα ηλικία στην επαναστατική κίνηση της χώρας του και φυλακίστηκε για τη δράση του, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905. Όταν απελευθερώθηκε συνέχισε την… …   Dictionary of Greek

  • Σβέρνίκ, Νικολάι Μιχαήλοβιτς — Σοβιετικός πολιτικός (Πετρούπολη 1888 Μόσχα 1970). Ήταν εργάτης μεταλλουργίας και το 1902 έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Καταδιώχτηκε για τα φρονήματα του από την αστυνομία, γεγονός που δεν τον εμπόδισε να πάρει ενεργό μέρος στην… …   Dictionary of Greek

  • Σεβέρτσκωφ, Αλεξέι Νικολάγιεβιτς — Σοβιετικός βιολόγος (1866 1936). Διατέλεσε καθηγητής της ζωολογίας στο Τάρτου (1898), στο Κίεβο (1902) και στη Μόσχα (1911 1930). Το 1930 οργάνωσε το εργαστήριο της εξέλιξης της μορφολογίας και της παλαιοζωολογίας της Ακαδημίας Τεχνών της πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Σλούτσκι, Ευγκένι Ευγκένκβιτς — Σοβιετικός οικονομολόγος και μαθηματικός (1880 1948). Ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Κίεβου και από το 1934 μέλος του Μαθηματικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της Μόσχας. Οι μεγαλύτερες προσφορές του στην οικονομική επιστήμη αφορούν… …   Dictionary of Greek

  • Σμιρνόφ, Αλεξάντρ Πέτροβιτς — Σοβιετικός επαναστάτης και πολιτικός (1877 1936). Πήρε μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση και, αργότερα, τοποθετήθηκε σε αξιόλογες θέσεις, όπως υπεύθυνος της γεωργίας (1923) και πρώτο εκτελεστικό όργανο του συμβουλίου των λαϊκών αντιπροσωπειών.… …   Dictionary of Greek

  • Σμιρνόφ, Σεργκέι Σεργκέγεβιτς — Σοβιετικός συγγραφέας (Πετρούπολη 1915 Μόσχα 1976). Σπούδασε στο Ενεργειακό Ινστιτούτο της Μόσχας και στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Γκόρκι. Άρχισε να δημοσιεύει κείμενά του το 1934. Τα σπουδαιότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται Το Στάλινγκραντ του… …   Dictionary of Greek

  • Σολόχοφ, Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς — Σοβιετικός συγγραφέας. Έζησε από το 1905 έως το 1984. Υποστηριχτής της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατατάχτηκε το 1920 σε απόσπασμα επισιτισμού και πήρε δραστήρια μέρος στον αγώνα εναντίον των κουλάκων και των αντεπαναστατικών ομάδων του Ντον. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Σόριν, Αλεξάντρ Φιόντοροβιτς — Σοβιετικός εφευρέτης στον τομέα της ραδιοτεχνίας, της τηλεγραφίας και της ηχογράφησης (1890 1941). Σπούδασε στο Ηλεκτροτεχνικό Ινστιτούτο της Πετρούπολης, στο οποίο αργότερα έγινε καθηγητής. Το 1934 διορίστηκε διευθυντής του Ινστιτούτου… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»