-
1 σοβαρος
31) стремительный, неистовый(ἄνεμος Arph.)
2) неукротимый, норовистый(ἵππος Xen.)
3) ретивый, рьяный(θεράπαινα Anth.)
4) пышный, великолепный, величественный(μέλος Arph.; θρίαμβος Plut.)
σ. τῇ χαίτῃ Luc. — с пышной гривой5) важный, гордый, надменный(γυνή, λέξις Plut.; αὐχήν Anth.)
-
2 σοβαρός
η, ό [ά, όν ] серьёзный; важный;σοβαρός άνθρωπος — серьёзный человек;
σοβαρός λόγος — серьёзная причина;
σοβαρή μουσική — серьёзная музыка;
σοβαρό λάθος — серьёзная ошибка;
μιλώ στα σοβαρά — говорить серьёзно;
κανείς δεν την πήρε πολύ στα σοβαρά — никто не принял её всерьёз;
κάνω το σοβαρό — важничать
-
3 σοβαρός
[соварос] επ серьезный. -
4 ενασχόληση
[-ις (-εως)] η занятие, работа;ενασχόληση εις την συλλογήν γραμματοσήμων — коллекционирование марок;
ενασχόληση είς — или με σοβαρός μελετάς — серьёзная исследовательская работа
См. также в других словарях:
σοβαρός — rushing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
σοβαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. συγκρατημένος, μετρημένος, αξιοπρεπής: Ο μεγάλος γιος του είναι πολύ σοβαρός. 2. λιγομίλητος, αυστηρός: Είναι σοβαρός και δε μιλάει πολύ. 3. σπουδαίος, αυτός που έχει βαρύτητα: Μας κάλεσε για να συζητήσουμε ένα σοβαρό θέμα. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοβαρά — σοβαρός rushing neut nom/voc/acc pl σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc/acc dual σοβαρά̱ , σοβαρός rushing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρώτερον — σοβαρός rushing adverbial comp σοβαρός rushing masc acc comp sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρωτέραις — σοβαρός rushing fem dat comp pl σοβαρωτέρᾱͅς , σοβαρός rushing fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρωτέρων — σοβαρός rushing fem gen comp pl σοβαρός rushing masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρῶν — σοβαρός rushing fem gen pl σοβαρός rushing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρόν — σοβαρός rushing masc acc sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρώτατα — σοβαρός rushing adverbial superl σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρώτατον — σοβαρός rushing masc acc superl sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)