Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σοβάς

  • 1 σοβάς

    [совас] ουσ. а. штукатурка

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σοβάς

  • 2 белила

    1. (белый пигмент) η λευκή χρωματική ουσία, ο σοβάς 2. (краска) το λευκό χρώμα (βαφή), ο σοβάς, το ασβεστοκονίαμα
    свинцовые - του μολύβδου, ο βασικός ανθρακικός μόλυβδος
    цинковые - του ψευδαργύρου, το λευκό οξ(ε)ίδιο του ψευδαργύρου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > белила

  • 3 штукатурка

    штукатурка ж το σοβάτισμα, о σοβάς
    * * *
    ж
    το σοβάτισμα, ο σοβάς

    Русско-греческий словарь > штукатурка

  • 4 штукатурка

    штукатур||ка
    ж
    1. (действие) τό σουβάντισμα·
    2. (материал) ὁ σοβᾶς, ὁ σουβᾶς:
    \штукатуркака отвалилась ξεκόλλησε ὁ σοβάς.

    Русско-новогреческий словарь > штукатурка

  • 5 обить

    обобью, обобьшь, προστκ. обей
    ρ.σ.μ.
    1. τινάζω χτυπώντας•

    обить снег τινάζω το χιόνι•

    обить яблоки с яблони τινάζω τα μήλα από τη μηλιά.

    2. φθείρω, χαλώ τις άκρες (με κρούσεις, χτυπήματα)•

    обить края брюк χαλώ το ρεβέρ του παντελονιού.

    || βλάπτω, προξενώ πόνο με τα χτυπήματα•

    не стучите много, руки обобьте μη χτυπάτε πολύ, θα σας πονέσουν τα χέρια.

    3. καλύπτω, σκεπάζω, ντύνω καρφώνοντας• επιστρώνω ταπετσάρω.
    εκφρ.
    обить все пороги – χτυπώ όλες τις πόρτες, πηγαίνω παντού.
    (για άκρες) φθείρομαι, χαλνώ τρίβομαι•

    рукава -лись τα μανίκια τρίφτηκαν.

    || πέφτω, τρίβομαι•

    штукатура -лась ο σοβάς έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > обить

  • 6 осыпать(ся)

    осы/ пать 1
    -шло, -плешь, προστκ. осыпь
    ρ.σ.μ.
    1. επικονιώ, επιπάσσω• πασπαλίζω•

    осыпать(ся) мукой αλευρώνω•

    осыпать(ся) пудрой πουδράρω•

    нбо осыпано звздами (μτφ.) ο ουρανός είναι σπαρμένος με αστέρια•

    осыпать(ся) ударами ξυλοκοπώ, ξυλοφορτώνω•

    осыпать(ся) кого бранью καθυβρίζω, περιβρίζω κάποιον.

    2. γεμίζω•

    осыпать(ся) ласками γεμίζω με χάδια•

    осыпать(ся) поцелуями γεμίζω με φιλιά.

    3. φυλλορροώ•

    яблоня -ла листья η μηλιά φυλλορρόησε.

    4. (για κοκκώδη σώματα) διασκορπίζω.
    осы/ паться
    1. πέφτω•

    штукатура -лась ο σοβάς έπεσε•

    зрна -лись из колосьев οι κόκκοι έπεσαν από τα στάχυα.

    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    осыпа/ ть(ся) 2
    ρ.δ.
    βλ. осыпать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > осыпать(ся)

  • 7 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 8 отпасть

    -аду, -адшь, μτχ. παρλθ. χρ. отпавший κ. παλ. отпадший ρ.σ.
    1. πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    плода -ли οι καρποί έπεσαν. Ι) μτφ. ξεκόβομαι, αποχωρώ•

    -от организации αποχωρώ από την οργάνωση.

    || δε στέκω, δεν ευσταθώ•

    обвинение -ло έπεσε η κατηγορία.

    2. εξασθενώ, χάνομαι, περνώ•

    желание -ло η επιθυμία (όρεξη) πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > отпасть

  • 9 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

  • 10 сыпать

    -плю, -плешь, προστκ. сыпь
    ρ.σ.
    1. (για κοκκία, τρίμματα, ψιχεία, λεπτά τεμάχια)• ρίχνω•

    сыпать соль в суп ρίχνω αλάτι στη σούπα•

    сыпать пшеницу в мешок ρίχνω σιτάρι στο τσουβάλι•

    сыпать песок ρίχνω άμμο•

    сыпать пулями ρίχνω βροχή τις σφαίρες•

    сыпать вопросами (μτφ.) βομβαρδίζω με ερωτήσεις•

    сыпать цифрами βομβαρδίζω με αριθμούς.

    2. τινάζω, αφήνω να πέσει. || επιπάσσω, πασπαλίζω. || μτφ. μιλώ ακατάπαυστα, κοπανίζω, ψάλλω.
    3. προστκ. «сыпь» εμπρός, άρχισε.
    εκφρ.
    сыпать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα.
    1. ρίχνομαι, χύνομαι, πέφτω κατά λεπτά τεμάχια• τρίβομαι•

    штукатура -плется ο σοβάς πέφτει•

    оскольки снарядов -лись вокруг меня τα θραύσματα των βλημάτων έπεφταν γύρω μου.

    2. πετιέμαι, βγαίνω•

    искры -лись из-под подков σπίθες πετιούνταν από τα πέταλα.

    3. πέφτω•

    снег -плется χιόνι πέφτει•

    снаряды -лись τα βλήματα έπεφταν βροχή•

    удары -плются τα χτυπήματα πέφτουν βροχή.

    4. (αντ)ηχώ, ακούομαι από παντού.
    5. (για νψασμα) ξεφτίζω, πέφτω.

    Большой русско-греческий словарь > сыпать

  • 11 шелушить

    -шу, -шишь
    ρ.δ.μ.
    1. αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω• ξετσοφλίζω• απολεπίζω• αφαιρώ το περίβλημα.
    1. ξεφλουδίζομαι, αποφλοιώνομαι απολεπίζομαι.
    2. πέφτω, ξεκολλώ, αποσπώμαι•

    штукатура -лась ο σοβάς έπεσε.

    Большой русско-греческий словарь > шелушить

  • 12 штукатурка

    θ.
    1. σοβάτισμα.
    2. ο σοβάς.

    Большой русско-греческий словарь > штукатурка

  • 13 штукатурный

    επ.
    του σοβατίσματος•

    -ые работы το σοβάτισμα•

    штукатурный раствор ο σοβάς (υγρό αμμοκονίαμμα).

    Большой русско-греческий словарь > штукатурный

См. также в других словарях:

  • σοβάς — σοβάς, ο και σουβάς, ο (λ. τουρκ.), ασβεστοκονίαμα: Οι Τούρκοι σκέπασαν με σοβά τις αγιογραφίες του ναού της Αγίας Σοφίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοβάς — insolent fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής 2. είδος χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. άς, άδος]. (II) και σουβάς, ὁ, Ν (οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva] …   Dictionary of Greek

  • σόβας — σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem acc pl σόβᾱς , σόβη the solid part of a horse s tail fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβά — σοβάς insolent fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδα — σοβάς insolent fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδας — σοβάς insolent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδες — σοβάς insolent fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοβάδι — σοβάς insolent fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμμοκονία — η (Α ἀμμοκονία) ο σοβάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + κονία] …   Dictionary of Greek

  • αμμοκονίαμα — Τεχνητό συσσωμάτωμα, κατασκευασμένο με κόκκους άμμου, που συγκρατούνται με κάποιο συνθετικό υλικό, όπως το τσιμέντο ή ο ασβέστης. Το α. χρησιμοποιείται με τη μορφή πολτού για τη σύνδεση και συγκράτηση τούβλων, για την κατασκευή λιθοδομών ή και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»