Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σλαβικός

См. также в других словарях:

  • σλαβικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σλάβους («σλαβική συνήθεια») 2. φρ. «σλαβικές γλώσσες» γλωσσ. ιδιαίτερος κλάδος τής ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας, που βρίσκεται πιο κοντά στις βαλτικές γλώσσες από οποιαδήποτε άλλη… …   Dictionary of Greek

  • σλαβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Σλάβους: Η ελληνική γλώσσα περιέχει πολλές σλαβικές λέξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κράλης — Σλαβικός τίτλος, αντίστοιχος προς εκείνον του ηγεμόνα ή του βασιλιά. Στα ρωσικά απαντά ως κορόλ, στα πολωνικά ως κρολ, στη γλώσσα των μαγιάρων ως κίραλι και στη λιθουανική ως κοράλιους. Στην παλαιά βορειογερμανική γλώσσα η λέξη απαντά ως charal… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβάκος — ο, θηλ. Σλοβάκα, Ν 1. ο κάτοικος της Σλοβακίας, ανεξάρτητου σήμερα κράτους, μιας από τις δύο συνιστώσες τής πρώην Τσεχοσλοβακίας 2. στον πληθ. οι Σλοβάκοι εθνολ. σλαβικός λαός τής ανατολικής πρώην Τσεχοσλοβακίας, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβικός — ή, ό ο σχετικός με όλους τού σλαβικούς λαούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σλαβικός] …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Εικοσιφοίνισσας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της ανατολικής Μακεδονίας, στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Σερρών, χτισμένο σε μια απότομη χαράδρα του Παγγαίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Δράμας. Για την ονομασία του μοναστηριού, που λεγόταν και ΚοσυφίνισσαΚοσύνιτσα (=… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»