-
1 σκολοψ
- οπος ὅ1) кол Hom., Eur.; pl. частокол Hom., Her., Xen.2) острие рыболовного крючкаἡ ἐς τὸ ἔμπαλιν τοῦ σκόλοπος ἀναστροφή Luc. — загнутое назад острие крючка
3) заноза(ἐδόθη μοι σ. τῇ σαρκί NT.)
σκόλοπός τινι καταπαγέντος Sext. — если в кого-л. попадет заноза4) поэт. деревоἀπὸ πέτρας ἢ σκόλοπος Eur. — с высоты скалы или дерева
-
2 σκόλοψ
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκόλοψ
-
3 σκόλοψ
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκόλοψ
-
4 σκόλοψ
(-οπός) ο уст,, кол, заострённый шест -
5 σκόλοψ
колючка, шип, заноза, жало.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκόλοψ
-
6 σκόλοψ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκόλοψ
-
7 4647
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4647
См. также в других словарях:
σκόλοψ — anything pointed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
σκολόπεσι — σκόλοψ anything pointed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπεσιν — σκόλοψ anything pointed masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπεσσι — σκόλοψ anything pointed masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπεσσιν — σκόλοψ anything pointed masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπων — σκόλοψ anything pointed masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλοπα — σκόλοψ anything pointed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλοπας — σκόλοψ anything pointed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλοπες — σκόλοψ anything pointed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλοπι — σκόλοψ anything pointed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)