-
1 σκυλος
-
2 σκύλος
-
3 σκύλος
-
4 σκύλος
σκύλοςneut nom /voc /acc sg -
5 σκύλος
[скилос] ουσ α собака. -
6 σκύλος
el gos -
7 σκύλος
chien -
8 σκύλος
pes -
9 σκύλος
1) dog2) houndΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκύλος
-
10 Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη ( στο παχνί), ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει• Собака на сенеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
-
11 Ο σκύλος πήγε και κάθισε στο παχνί, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη ( στο παχνί), ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει• Собака на сенеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο σκύλος πήγε και κάθισε στο παχνί, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
-
12 Μπρος φίλος και πίσω σκύλος
• В глаза ласкает, а за глаза лаетИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• В глаза ласкает, а за глаза лает• В глаза любит, а за глаза губитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Μπρος φίλος και πίσω σκύλος
-
13 σκύλην
σκύλοςneut acc sgσκυλάωimperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)σκυλάωimperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
14 σκύλους
σκύλοςneut gen sg (attic epic doric)σκυλόωveil: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
15 σκῦτος
A skin, hide, esp. dressed or tanned hide, Od.14.34, Hp.Art.33, Ar.Eq. 868; ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἦν τότ' ἐν τοῖς σκύτεσι (with a reference to Cleon the tanner) Id. Pax 669;εἰ ἐμβάται γένοιντο σκύτους X.Eq.12.10
;τῶν σκυτῶν ῥυτίδες Pl.Smp. 191a
;σκυτῶν τομή Id.Chrm. 173d
.II leather thong, whip, D.21.180, Plu.Pomp.18, etc.; σκύτη βλέπειν to look like a whipped cur, Eup.282, Ar.V. 643;σ. τέμνειν εἰς νουθεσίαν ἀνθρώπων ἀφρόνων Socr.Ep.12
. (Cf. Skt. skunomi 'cover', Lat. ob-scū-rus.) [ σκύτος with [pron. full] ῠ occurs in codd.; but in Ar.Pl. 514 Bentl. restored σκῠλοδεψεῖν; so in Theoc. 25.142 σκύλος is the better reading, and in Lyc.1316 Scheer conjectures σκύλος.] -
16 σκύλλω
Grammatical information: v.Meaning: approx. `to lacerate, to tear up, to flay', mostly metaph. `to pester, to tire, to bother, to trouble, to vex', midd.-pass. `to strain', aor. act. `to infest, to plunder' (pap., inscr., NT, late prose; rarely poet.: A., Nic., AP; s. bel.).Derivatives: 1. σκυλ-μός m. `bothering, tribulation' (hell. a. late), `the rending' (sch.) with - μώδης (Vett. Val.); 2. - μα ( κόμης) n. `the tussling, tousling, tousled hair' (AP); 3. σκύλσις θυμός, σάλος, ταραχή H., - τικός (Vett. Val.). -- 4. σκύλος n. ( σκύλα pl. Nic. Th. 422) `stripped hide, skin' (Call., Theoc., AP; cf. δέρμα: δέρω), `nutshell' (Nic.); as 1. member in σκῠλο-δέψης m. `tanner' (Ar.), - ός `id.' (D.; Fraenkel Nom. ag. 2, 112f.). Also σκῦλος n. (Herod. 3, 68 with ῦ after σκῦτος, if not miswritten for it). -- On κοσκυλμάτια s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Together with its derivations σκύλλω is esp. known from the later colloquial language and in the metaph. meaning `pester etc.'. Through adaptation to σκῦλον the aor. σκῦλαι got the meaning of `harass, plunder' ( ἱερόν etc.). Similarly ( ἀπο-)σκύλαιο aor. opt. midd. 2. sg. of the hair and head `abrade, uncover' (Nic.), to which further ἔσκυλται ( κόμη) `is teared apart, tousled' (AP); from the older language only pres. σκύλλονται `they are (by the fishes) stripped of their flesh', of the drowned warriors (A. Pers. 577 [lyr.]) and he noun σκῠλο-δέψης; to this with metathesis ξύλλεσθαι = σκύλλεσθαι, συλᾶσθαι ( SIG 56, 3; Argos Va; cf. Schwyzer 329). -- Since long (s. Curtius 169, WP. 2, 591, Pok. 923f.) connected with the group of σκάλλω (s. v.), where υ in σκύλλω would be a reduced vowel (Schwyzer 351) [which is impossible]. Or cross with μιστύλλω and other verbs in - ύλλω ? -- Diff. Persson Beitr. 1, 375 (s. Bq). -- Cf. σκῦλα, - ον, also συλάω.Page in Frisk: 2,742Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκύλλω
-
17 σκῦτος
σκῦτος, τό, die Haut, bes. die abgezogene u. schon gegerbte od. zubereitete Haut eines Thieres, das Leder; Od. 14, 34; σκύτη πωλεῖν, Ar. Equ. 865; auch alles aus Leder Gemachte, Schild, Peitsche, Jac. A. P. p. 41; komisch σκύτη βλέπειν, Ar. Vesp. 643, sich vor der Peitsche fürchten, wo der Schol. auch aus Eupolis diese sprichwörtliche Redensart anführt: ἐπὶ τῶν ὑποψιαστικῶς διακειμένων πρὸς τὰ μέλλοντα κακά, du desiehst Schläge; ähnlich νοῠς ἐν τοῖς σκύτεσιν, Pax 652, beide Male mit Anspielung auf das Gerberhandwerk des Kleon; vgl. Zenob. 6, 2; Alciphr. 3, 51; τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας, Plat. Conv. 191 a; Peitsche Dem. 21, 180. –[ Σκύτος mit kurzem υ ist sehr zw., s. Drac. 83, 9, vgl. Jac. A. P. 131; weshalb an Stellen, wie Theocr. 25, 142, Lycophr. 1316, σκύλος od. κύτος zu schreiben scheint.]
-
18 ανιχνευτικός
η, ό[ν]1) разведывательный; 2) исследовательский; изыскательский; 3):ανιχνευτικός σκύλος — ищейка (о собаке)
-
19 γνωρίζω
μετ.1) знакомить, ознакомлять (с чём-л.); ставить в известность, извещать, уведомлять, информировать;σας γνωρίζω ότι... — ставлю вас в известность, что...;
2) знакомить (с кем-л.);να σας γνωρίσω τον φίλο μου познакомьтесь с моим другом; 3) знать (кого-что-л.), быть знакомым (с кем-чем-л.);γνωρίζ τα ρούσικα — знать русский язык;
γνωρίζω κάτι απ' έξω — знать что-л, наизусть;
γνωρίζω κάτι εξ ακοής — знать понаслышке;
γνωρίζω εξ όψεως — знать в лицо;
γνωρίζω προσωπικά — знать лично;
γνωρίζω κάποιον από παιδί — знать кого-л. с детства;
γνωρίζω από κοντά κάποιον — близко знать кого-л.;
γνωρίζω από μηχανές — разбираться в машинах;
γνωρίζω από εμπόριο — быть специалистом по торговле;
δεν γνωρίζω απ' αυτά — я не специалист по этим вопросам;
καθόσον γνωρίζω — насколько я знаю, мне известно;
4) узнавать (знакомое);δεν σε γνώρισα μ' αυτά τα ρούχα я тебя не узнал в этом платье; 5) узнавать, познавать;γνωρίζω την αλήθεια — познать истину;
6) узнать, испытать, изведать;γνωρίζω τη χαρά της μητρότητας — испытать радость материнства;
7) быть признательным, благодарным (за что-л.);είμαι από κείνους, πού γνωρίζουν το καλό, πού τούς κάνεις — я из тех, кто помнит добро;
§ δεν γνώρισε ποτέ γυναίκα он никогда не был в близких отношениях с женщиной;δεν γνωρίζα ο σκύλος τον αφέντη (του) — погов, полная анархия, нет никакого порядка;
1) — быть знакомым; — знакомиться; — ознакомляться;γνωρίζομαι
γνωρίζόμαστε — мы знакомы;
2) быть узнанным;γνωρίζεται από μιά ώρα μακρυά — его за версту узнаешь;
δεν γνωρίζεται — его нельзя узнать, он стал неузнаваем;
δεν γνωρίζεται από την αδυναμία — он похудел до неузнаваемости;
δεν ήθελε να γνωρισθεί он не хотел быть узнанным -
20 δαγκώνω
(αόρ. (ε)δάγκωσα, παθ. αόρ. (ε)δαγκώθηκα) 1. μετ. см. δαγκάνω 1;2. αμετ. кусаться;ο σκύλος δεν δαγκώνει — собака не кусается;
1) — быть укушенным; — получить укус;δαγκώνομαι
2) перен. сдерживаться, скрывать стыд, гнев и т. п.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σκύλος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… … Dictionary of Greek
σκύλος — ο θηλ. σκύλα 1. σκυλί. 2. είδος ψαριού. 3. φρ., «Έγινε σκύλος», οργίστηκε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάτος ή σκύλος — Ψάρι γνωστό με την επιστημονική ονομασία σκυλόρρινος το κυνάριο. Ανήκει στην οικογένεια των σκυλιορρινιδών. Είναι αδηφάγο σκυλόψαρο, με μέσο μήκος 80 εκ., πολύ διαδεδομένο στις ακτές της Μεσογείου και του Ατλαντικού. Το σώμα του είναι… … Dictionary of Greek
δαλματικός — Σκύλος ρωμαλέος, ανθεκτικός και ευκίνητος, κατάλληλος για φύλαξη. Το αρσενικό έχει ύψος 55 60 εκ. στο ακρώμιο και το θηλυκό 50 55 εκ. Το τρίχωμά του είναι καθαρό και λευκό, αλλά διάστικτο σε όλο το σώμα με πολυάριθμα στρογγυλά στίγματα, μαύρα ή… … Dictionary of Greek
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek
σκύλην — σκύλος neut acc sg σκυλάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σκυλάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλους — σκύλος neut gen sg (attic epic doric) σκυλόω veil imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… … Dictionary of Greek
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek
άρθρο — Κλιτό μέρος του λόγου· γενικά μονοσύλλαβες λέξεις που μπαίνουν πριν από τα πτωτικά. Κατά την άποψη ορισμένων αρχαίων γραμματικών και νεότερων γλωσσολόγων, η χρήση του ά. ήταν εντελώς άγνωστη στα χρόνια του Ομήρου· κατ’ άλλους όμως η αρθρική χρήση … Dictionary of Greek