Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκύβω

См. также в других словарях:

  • σκύβω — σκύβω, έσκυψα, σκυμμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροσκύβω — σκύβω κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκύβω] …   Dictionary of Greek

  • κοντοπροσκυνώ — σκύβω και προσκυνώ, γέρνω το σώμα για να προσκυνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + προσκυνώ] …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακροσκύβω — (και ακροσκύφτω) σκύβω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + σκύβω] …   Dictionary of Greek

  • εγκύπτω — (AM ἐγκύπτω) 1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή 2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο αρχ. 1. σκύβω 2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επεισκύπτω — ἐπεισκύπτω (AM) σκύβω πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκύπτω «κλίνω μπροστά, σκύβω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»