-
1 σκύβω
[скиво] р. гнуться, нагибаться, наклоняться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκύβω
-
2 гнуться
σκύβω, κυρτώνομαι -
3 нагнуться
σκύβω, σκύφτω -
4 наклониться
σκύβω, σκύφτω -
5 наклонить
-
6 потупить
-плю -пишьρ.σ.μ. χαμηλώνω, σκύβω•потупить голову σκύβω το κεφάλι•
потупить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.
σκύβω, χαμηλώνω (το κεφάλι, τα μάτια). -
7 преклонить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преклонённый, βρ: -нён -нена, -неноρ.σ.μ.1. κλίνω, σκύβω, χαμηλώνω υποστέλλω•преклонить голову σκύβω το κεφάλι,• преклонить знамна υποστέλλω τις σημαίες.
2. μτφ. κάνω να αλλάξει, γνώμη, ή διαλλακτικόν, μεταπείθω, φέρνω στα νερά μου.3. μτφ. υποτάσσω, κάμπτω, καταβάλλω,δαμάζω, τιθασεύω.1. κάμπτομαι, λυγίζω, σκύβω, χαμηλώνω.2. μτφ. κάμπτομαι, υποτάσσομαι, λυγίζω, τα διπλώνω.3. μτφ. υποκλίνομαι, θαυμάζω. -
8 склонить
склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•склонить голову γέρνω το κεφάλι.
2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•αποδράσει.εκφρ.склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.
|| στρέφομαι, γυρίζω•разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.
|| συμμερίζομαι•склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.
3. πείθομαι• συμφωνώ. -
9 высовываться
высовывать||ся(из окна и т. п.) σκύβω προς τά δξω:\высовыватьсяся из окна σκύβω ἀπό τό παράθυρο. -
10 наклоняться
наклонять||сяγέρνω, σκύβω, κύπτω, κλίνω:\наклонятьсяся к кому-л., к чему́-л. γέρνω προς κάποιον, προς κάτι· \наклонятьсяся над кем-л., над чем-л. σκύβω πάνω ἀπό κάποιον, ἀπό κάτι. -
11 перевешиваться
перевешивать||сяσκύβω, κρεμιέμαι:\перевешиватьсяся через забо́р σκύβω ἀπ' τό φράχτη. -
12 поникать
поникатьнесов, поникнуть сое. σκύβω, κλίνω:\поникать головой σκύβω τό κεφάλι, κλίνω τήν κεφαλήν. -
13 склонять
склоня||тьнесов1. (наклонять) κλίνω (μετ.), σκύβω, κύπτω:\склонять голову σκύβω τό κεφάλι, κύπτω τήν κεφαλήν2. (располагать, привлекать) παρασέρνω, παρασύρω/ πείθω (убеждать сделать что-л.):\склонять на свою сторону παρασέρνω κάποιον μέ τό μέρος μου·3. грам. κλίνω. -
14 наклонить
-лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наклонённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.κλίνω, κάμπτω, λυγίζω σκύβω, γέρνω•наклонить голову γέρνω το κεφάλι.
κλίνω, γέρνω, κλπ. ρ. ενεργ. φ. наклонить поднять платок σκύβω να πάρω το μαντήλι•прибрежные ивы -лись над водой οι ιτιές της ακροποταμιάς έγειραν κατά το νερό.
-
15 поникнуть
-ну, -нещь, παρλθ. χρ. поник-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. поникший κ. поникнувший ρ.σ. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω, ρέπω, λυγίζω• χαμηλώνω, σκύβω•колосья пшеницы -кли от бури τα στάχια του σιταριού έπεσαν από τη θύελλα•
поникнуть голову σκύβω το κεφάλι.
|| μτφ. δυσθυμώ, βαρυοθυμώ, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής.εκφρ.поникнуть духом – μελαγχολώ απελπίζομαι, χάνω το ηθικό. -
16 гнуть
-
17 нагнуть
-
18 гиуть
гиутьнесов1. λυγίζω, κυρτώνω, κάμπτω·2. перен τείνω, ἀποβλέπω:куда он гнет? ποῦ ἀποβλέπει;· ◊ \гиуть спину (или шею) σκύβω τή ράχη (или τόν αὐχένα). -
19 изгибать
изгиб||атьнесов σκύβω, λυγίζω (μετ.), κάμπτω. -
20 изгибаться
изгиб||атьсяκάμπτομαι, λυγίζω (άμετ.), σκύβω (άμετ.).
См. также в других словарях:
σκύβω — σκύβω, έσκυψα, σκυμμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… … Dictionary of Greek
αλαφροσκύβω — σκύβω κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκύβω] … Dictionary of Greek
κοντοπροσκυνώ — σκύβω και προσκυνώ, γέρνω το σώμα για να προσκυνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + προσκυνώ] … Dictionary of Greek
παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… … Dictionary of Greek
προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… … Dictionary of Greek
κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… … Dictionary of Greek
ακροσκύβω — (και ακροσκύφτω) σκύβω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + σκύβω] … Dictionary of Greek
εγκύπτω — (AM ἐγκύπτω) 1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή 2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο αρχ. 1. σκύβω 2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι … Dictionary of Greek
επεισκύπτω — ἐπεισκύπτω (AM) σκύβω πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκύπτω «κλίνω μπροστά, σκύβω»] … Dictionary of Greek