Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκόρος

См. также в других словарях:

  • σκόρος — και σκώρος, ο, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύτατα διαδεδομένων εντόμων τής οικογένειας tineidae, τών οποίων οι λευκόχρωμες προνύμφες ζουν σε σπίτια, καταστήματα, αποθήκες και άλλους χώρους και τρέφονται με μάλλινες ίνες, προξενώντας… …   Dictionary of Greek

  • σκόρος — ο έντομο της οικογένειας των λεπιδόπτερων: Δεν έριξε ναφθαλίνη στα ρούχα και τα έφαγε ο σκόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σής — ητός, ὁ, ΝΑ (λόγ. τ.) λεπιδόπτερο έντομο, ο σκόρος (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», Πίνδ. β. «ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει», ΚΔ) αρχ. 1. ειρων. σχολαστικός γραμματικός τής Αλεξανδρινής εποχής 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ ὁ ἐν τοῑς μελισσ(ε)ίοις… …   Dictionary of Greek

  • βώτριδα — η ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. βώτριδα < *βρώτιδα < αρχ. *βρώτις < βιβρώσκω* (πρβλ. βρωτήρ «σκόρος»)] …   Dictionary of Greek

  • κόπικας — κόπικας, ὁ (Μ) 1. σκόρος 2. μτφ. κρυφή στενοχώρια, σαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, με πιθ. επίδραση τής μεγεθ. κατάλ. κας λέξεων, όπως σκούλη κας, σάρα κας] …   Dictionary of Greek

  • κόρις — ο (ΑM κόρις, ιος και αττ. τ. εως, ὁ και ἡ, και κόρις, ιδος, ή) 1. το παράσιτο και ενοχλητικό έντομο κοριός (α. «κόρεις οἱ ἀπὸ κλίνης», Διοσκ. β. «κόρεων ὥσπερ ἡμεῑς ἀνάπλεως», Λουκιαν.) αρχ. 1. το φρυγανώδες και θαμνώδες φυτό υπερικόν το… …   Dictionary of Greek

  • σάραξ — (I) ακος, ἡ, Α δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.). (II) ακος, ὁ, Α ο σκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ… …   Dictionary of Greek

  • σίλφη — η / ΝΑ και τίλφη Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, τής οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ. β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • σαράκι — το, Ν 1. σκουλήκι που ανοίγει τρύπες στα ξύλα και τά καταστρέφει, σάρακας 2. μτφ. α) μτφ. αρρώστια που αναπτύσσεται μέσα στον οργανισμό τού ανθρώπου χωρίς εξωτερικά συμπτώματα β) η θλίψη που νιώθει κάποιος χωρίς να τήν εκδηλώνει αλλά και η φθορά… …   Dictionary of Greek

  • σητοδόκιδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψυχαί, ἢ πτηνὰ ζῷα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σής «σκόρος»] …   Dictionary of Greek

  • σητοτρόφος — ον, Μ το αρσ. ως ουσ. ὁ σητοτρόφος αυτός που τρέφει τους σκόρους, δηλαδή αυτός που συγκεντρώνει βιβλία και δεν τά διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σής, σητός «σκόρος» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ὀρνιθο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»