Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σκωπτόλης

См. также в других словарях:

  • σκωπτόλης — mocker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκωπτόλης — ὁ, Α αυτός που περιπαίζει, σκώπτης, χλευαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, σχηματισμένος απο το θ. σκωπτ τού ενεστ. τού ρ. σκώπτ ω* με επίθημα όλης (πρβλ. μαιν όλης: μαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • σκωπτόλαι — σκωπτόλης mocker masc nom/voc pl σκωπτόλᾱͅ , σκωπτόλης mocker masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»