-
1 σκυλακωδες
См. также в других словарях:
σκυλακῶδες — σκυλακώδης like a young dog masc/fem voc sg σκυλακώδης like a young dog neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλακώδης — ῶδες, Α [σκύλαξ, ακος] 1. όμοιος με σκυλάκι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκυλακῶδες ήθος, τρόπος που χαρακτηρίζει τους μικρούς σκύλους («καὶ τὸ σκυλακῶδες πᾱσιν προσπίπτειν», Ξεν.) … Dictionary of Greek