-
1 σκουπίζω
μετ.1) мести, подметать; 2) убирать (помещение); стирать, сметать (со стола и т. п.); 3) вытирать (посуду и т, п.);σκουπίζω τό πρόσωπο (τα χέρια, τα πόδια) — вытирать лицо (руки, ноги)
-
2 σκουπίζω
[скупнзо] р. мести, подметать, чистить, вытирать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκουπίζω
-
3 σκουπίζω
[скупнзо] ρ мести, подметать, чистить, вытирать. -
4 σκουπίζω
1) balayer2) effacer -
5 σκουπίζω
1) ścierać czas.2) wycierać czas.3) zamiatać czas. -
6 σκουπίζω
1) mést2) setřít3) smazat4) vytřít5) zamést6) zametat -
7 σκουπίζω
1) sweep2) wipeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σκουπίζω
-
8 подмести
σκουπίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подмести
-
9 setřít
σκουπίζω -
10 vytřít
σκουπίζω -
11 wipe
σκουπίζω -
12 ścierać
σκουπίζω -
13 вытирать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытирать
-
14 sildirmek
σκουπίζω, σβήνω, διαγράφω -
15 вытереть
вытереть σκουπίζω, σφουγ γίζω· \вытереть руки σκουπίζω τα χέρια μου· \вытереть пыль ξεσκονίζω* * *σκουπίζω, σφουγγίζωвы́тереть ру́ки — σκουπίζω τα χέρια μου
вы́тереть пыль — ξεσκονίζω
-
16 подмести
ρ.σ. σκουπίζω, σαρώνω•подмести комнату σκουπίζω το δωμάτιο•
подмести в комнате σκουπίζω στο δωμάτιο•
подмести на двор σκουπίζω στην αυλή.
|| καθαρίζω, μαζεύω, πετώ τα σκουπίδια. -
17 обтереть
оботру, оботршь, παρλθ. χρ. обтр-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обтртый, βρ: -трт, -а, -о,επιρ. μτχ. обтерев κ. обтрши ρ.σ.μ.1. σκουπίζω, σφουγγίζω•губы καθαρίζω τα χείλη•
обтереть лицо полотенцем σκουπίζω το πρόσωπο με την πετσέτα•
обтереть слёзы платком σκουπίζω τα δάκρυα με το μαντήλι.
|| πλύνω•обтереть руки спиртом πλύνω τα χέρια με οινόπνευμα.
2. φθείρω, τρίβω, χαλνώ (με τη συνεχή χρήση).3. λειαίνω τρίβοντας.1. σκουπίζομαι, σφουγγίζομαι. || τρίβομαι.• спиртом τρίβομαι με οινόπνευμα.2. φθείρομαι» τρίβομαι•брики -лись το παντελόνι τρίφτηκε.
3. μτφ. (απλ.) συνηθίζω, τρίβομαι, αποκτώ πείρα• προσαρμόζομαι. -
18 перемести
-мету, -метёшь, παρλθ. χρ. перемёл-мела, -ло παθ. μτχ. переметённый, ρ.σ.μ.1. σκουπίζω, σαρώνω.2. ξανασκουπιζω, ξανασαρώνω.3. σκουπίζω (παντού, όλα)•перемести все комнаты σκουπίζω όλα τα δωμάτια.
4. επισωρεύω. -
19 мести
-
20 подмести
См. также в других словарях:
σκουπίζω — σκουπίζω, σκούπισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… … Dictionary of Greek
σκουπίζω — σκούπισα, σκουπίστηκα, σκουπισμένος 1. καθαρίζω κάποιο χώρο από τα σκουπίδια: Σκούπισε όλη την αυλή του σπιτιού της. 2. σφουγγίζω, καθαρίζω, στεγνώνω: Σκούπισε τα πιρούνια για να μη σκουριάσουν. – Σκούπισε τα δάκρυα με το μαντίλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek
ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… … Dictionary of Greek
εξομόργνυμι — ἐξομόργνυμι (AM) 1. καθαρίζω, σκουπίζω 2. αποτυπώνω κάτι κάπου («ἅ ἑκάστη ἡ πράξις αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομόργνυμι «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
καταμάσσω — (Α) σπογγίζω, σκουπίζω καλά, στεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάσσω «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
κατασαρώ — κατασαρῶ, όω (Α) σκουπίζω καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρῶ «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
κατεκμάττω — (Μ) 1. σκουπίζω 2. γρατσουνίζω, ξεσχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ μάττω «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek
κατομόργνυμι — (Α) σκουπίζω, σφουγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμόργνυμι «σκουπίζω, σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
κορίζω — (I) κορίζω (Α) [κόρις] γεμίζω κοριούς, κοριάζω. (II) κορίζω (Α) πάπ. 1. σκουπίζω, σαρώνω 2. κοσκινίζω, καθαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορέω (ΙΙ) «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek