-
1 σκοπέλου
σκόπελονmound: neut gen sgσκόπελοςlookoutplace: masc gen sg -
2 ἐπιμαίομαι
A strive after, seek to obtain, aim at, mostly c. gen., σκοπέλου ἐπιμαίεο make for (i.e. steer for) the rock, Od.12.220:metaph., ἐπιμαίεο νόστου strive after a return, 5.344; δώρων ἐπεμαίετο θυμός his mind was set upon presents, Il.10.401;λουτρῶν Theoc.23.57
; φυγῆς Timo 5.7: c. dat., to be set upon, Orph.A. 932.—[dialect] Ep. word, dub. in S. l.c.II. c. acc., lay hold of, grasp, ξίφεος δ' ἐπεμαίετο κώπην he clutched his sword-hilt, Od.11.531; τῶν ὁπότ' ἰθύσειε.. ἐπὶ χερσὶ μάσασθαι ib. 591; χείρ' (i.e. χειρἴ ἐπιμασσάμενος having clutched [the sword] with my hand, 9.302, cf. 19.480; τὴν ἐπεμάσσατο χειρός took her by the hand, A.R.3.106.2. touch, handle, feel, ὀΐων ἐπεμαίετονῶτα Od.9.441
; τὸν δ' ἐπιμασσάμενος προσέφη.. Πολύφημος ib. 446; τὴν (sc.οὐλὴν γνῶ ῥ' ἐπιμασσαμένη 19.468
;ἐπὶ νῶτ' ἐπεμαίετο Hes.Fr. 166
; ;ὣς ἄρα μιν.. ῥάβδῳ ἐπεμάσσατ' Ἀθήνη Od.13.429
, cf. 16.172; μάστιγι θοῶς ἐπεμαίετ' ἄρ' ἵππους she touched the horses sharply with the whip, Il.5.748, etc.; stroked,AP
7.730 (Pers.): metaph., πυρὸς δ' ἐπεμαίετο τέχνην, Lat. artem tractavit, h.Merc.108;νόῳ ἐ. ἕκαστα A.R.3.816
.III. later abs., of night, come slowly on, Orph.A. 121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμαίομαι
-
3 ἐρωέω
A rush, rush forth,αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί Il.1.303
, Od.16.441 ; ἠρώησαν ὀπίσσω, of horses, they started back, Il.23.433 ; escape harm, Nic.Th. 117.2 c. gen. rei, draw back or rest from,ἐρωῆσαι πολέμοιο Il.13.776
, cf. 17.422 ;ἐρωήσουσι δὲ χάρμης 14.101
;ἐρώησαν καμάτοιο h.Cer. 301
; οῐνου Epic. in Arch.Pap. 7.4 ; [νεφέλη] οὔ ποτ' ἐρωεῖ (sc. σκοπέλου ) the cloud never fails from it, never leaves it, Od.12.75 ; ἴθι νῦν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν, μήδ' ἔτ' ἐρώει (sc. τοῦ ἰέναι) Il.2.179 : c. acc., leave, quit, Theoc.13.74, 24.101.II trans., drive or force back, once in Hom., ;χεῖρας ὑσμίνης Theoc.22.174
; ;θηρὸς ὀλοὸν κέρας Id.Fr. 249
; δρόμον ἐλεφάντων cj. in Nonn. D.36.188 : c. acc. et inf.,Ἀχαιοὺς ἐ. κορέσασθαι Q.S.3.520
.—Dub. in late Prose, Ant.Lib.7.3. -ή, ἡ, [dialect] Ep. Noun (Hom. only in Il.), quick motion, rush, force,ἀνδρὸς ἐ. Il.3.62
, cf. 14.488 ; mostly of things,δουρὸς ἐ. 15.358
;βελέων ἐ. 4.542
; λείπετο δουρὸς ἐ. a spear's throw behind, 23.529, cf. 21.251 ; λικμητῆρος ἐ. the force or swing of the winnower's (shovel), 13.590 ;ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων A.R.4.1657
;πυρός AP9.490
(Heliod.).2 impulse, desire, περὶ Κύπριν ἐ. ib.10.112, cf. Procl.H.3.10 ;γαστρὸς ἐ. Opp.C.3.175
.
См. также в других словарях:
σκοπέλου — σκόπελον mound neut gen sg σκόπελος lookoutplace masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… … Dictionary of Greek
Peparethos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC … Deutsch Wikipedia
Skopelos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) … Deutsch Wikipedia
Skópelos — Gemeinde Skopelos Δήμος Σκοπέλου (Σκόπελος) DEC … Deutsch Wikipedia
καλόγηρος — I Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 180 μ.) της Σκοπέλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας. II Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 39 μ.) του Ιονίου πελάγους. Βρίσκεται Ν του ακρωτηρίου Τουρκοβούνι και ΒΑ της νησίδας Δρακονέρα … Dictionary of Greek
κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Αγνώντας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 8 κάτ.) της Σκοπέλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Αθέατο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 26 κάτ.) της Σκοπέλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκοπέλου του νομού Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Λουτράκι — I Παράλια πόλη (υψόμ. 51 μ., 11.383 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, στους πρόποδες των Γερανείων ορέων. Αποτελεί έδρα του δήμου Λουτρακίου Περαχώρας. Η περιοχή είναι γνωστή για το ξηρό κλίμα της καθώς και… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek