Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σκοντάφτω

  • 1 натолкнуться

    натолкнуться συναντώ, προσκρούω, σκοντάφτω
    * * *
    συναντώ, προσκρούω, σκοντάφτω

    Русско-греческий словарь > натолкнуться

  • 2 натыкаться

    натыкаться
    несов προσκρούω, σκοντάφτω (είς),τρακάρω:
    \натыкаться на камень σκοντάφτω πάνω σέ πέτρα· \натыкаться на неприятеля πέφτω πάνω στον ἐχθρό.

    Русско-новогреческий словарь > натыкаться

  • 3 запинаться

    запинаться
    несов κομπιάζω, σκοντάφτω.

    Русско-новогреческий словарь > запинаться

  • 4 наталкиваться

    наталкивать||ся
    прям., перен προσκρούω, σκοντάφτω, πέφτω ἐπάνω.

    Русско-новогреческий словарь > наталкиваться

  • 5 споткнуться

    споткнуться
    сов, спотыкаться несов σκοντάφτω, σκουντουφλώ.

    Русско-новогреческий словарь > споткнуться

  • 6 упираться

    упираться
    несов
    1. (чем-л. во что-л.) στηρίζομαι, ἀκουμπώ:
    \упираться ногами в землю στηρίζομαι μέ τά πόδια μου στή γή·
    2. (упрямиться) разг πεισμώνω, ἐπιμένω:
    он долго упирался, потом все рассказал ήταν πολλή ὠρα πεισμωμένος, ὑστερα τά είπε ὅλα·
    3. (встречать препятствие) разг προσκρούω, σκοντάφτω:
    все упирается в недостаток времени ὅλα σκοντάφτουν στήν Ελλειψη χρόνου· ◊ \упираться руками и йогами ἀντιστέκομαι μέ πείσμα, ἐναντιώνομαι μέ ὅλα τά μέσα.

    Русско-новогреческий словарь > упираться

  • 7 спотыкаться

    [σπατυκάτσα] ρ. σκοντάφτω

    Русско-греческий новый словарь > спотыкаться

  • 8 спотыкаться

    [σπατυκάτσα] ρ σκοντάφτω

    Русско-эллинский словарь > спотыкаться

  • 9 запнуться

    -нусь, -нешься
    ρ.σ.
    1. σκοντάφτω, προσκρούω• σκαλώνω.
    2. (για ομιλία) κομπιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > запнуться

  • 10 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 11 набежать

    -егу, -ежишь, -егут
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, σκοντάφτω, τρακάρω, πέφτω επάνω. || καλύπτω, σκεπάζω κινούμενος•

    тучки -ли на луну συννεφάκια σκέπασαν το φεγγάρι•

    волна -ла на берег το κύμα σκέπασε την ακτή.

    || βγαίνω, εμφανίζομαι•

    -ли морщины на лоб εμφανίστηκαν ρυτίδες στο μέτωπο•

    -ли слёзы έτρεξαν (πήγαν) δάκρυα.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα•

    ветер -ал ξαφνικά φύσηξε άνεμος.

    3. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι, συναθροίζομαι•

    воры -ли μαζεύτηκαν κλέφτες.

    || ρέω, τρέχω, χύνομαι•

    вода -ла в яму νερό πολύ έτρεξε στο λάκκο.

    || (για χρήματα, τόκους) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, αποταμιεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > набежать

  • 12 навезти

    -везу, -везшь, παρλθ. χρ. навёз, -везла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. навезённый, -зён, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. φέρω, κομίζω (πλήθος αντικειμένων κλπ.).
    2. προσκρούω, σκοντάφτω μεταφέροντας.

    Большой русско-греческий словарь > навезти

  • 13 наткнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. βάζω, χώνω, περνώ•

    наткнуть бабочку на булавку βάζω την πεταλούδα στην καρφίτσα.

    1. |προσκόπταί, προσκρούω, σκοντάφτω• τρακάρω, πέφτω πάνω•

    -на гвоздь προσκόπτω στο καρφί•

    конвой -лся на неприятеля η εφοδιοπομπή έπεσε πάνω στον εχθρό.

    2. μτφ. (απροσδόκητα) βρίσκω, ανακαλύπτω. || συναντιέμαι, συσχετίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наткнуть

  • 14 осечься

    осекусь, осечшься, осекутся; παρλθ. χρ. оскся
    -ла.сь, -лось ρ.σ.
    1. παλ. παθαίνω αφλογιστία•

    ружь -клось το όπλο έπαθε αφλογιστία.

    || μτφ. αποτυχαινω, πέφτω έξω.
    2. μτφ. κομπιάζω, σκοντάφτω στην ομιλία. || σταματώ, κόβομαι•

    голос -кся η φωνή κόπηκε.

    Большой русско-греческий словарь > осечься

  • 15 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 16 споткнуться

    -нусь, -ншься ρ.σ.
    1. σκοντάφτω, προσκόπτω, προσκρούω.
    2. μτφ. συναντώ δυσκολία.
    3. κάνω (διαπράττω) λάθος (στη ζωή).

    Большой русско-греческий словарь > споткнуться

См. также в других словарях:

  • σκοντάφτω — σκοντάφτω, σκόνταψα βλ. πίν. 15 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκοντάφτω — και σκοντάβω σκόνταψα 1. προσκρούω σε εμπόδιο κατά το βάδισμα: Μ αυτά τα τακούνια που φοράει όλο σκοντάφτει στο δρόμο. 2. προσκρούω σε εμπόδια: Κάπου σκόνταψε πάλι ο διορισμός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοντάφτω — και σκοντάβω και λόγ. τ. σκοντάπτω Ν 1. προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκουντουφλώ («σκοντάφτει, πεδουκλώνεται και πέφτει και βαρίσκει», Ερωτόκρ.) 2. συναντώ («να σκοντάβεις όλη μέρα πάνω σε διακονιαρέους και ψεύτες», Βάρν.) 3. δυσκολεύομαι,… …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλώ — σκοντάφτω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντουφλώ — και σκοντουφλώ, άω, Ν προσκρούω σε εμπόδιο καθώς βαδίζω, σκοντάφτω και πέφτω (α. «σάστισε η στρίγγλα, σκουντουφλά και ρίχνει το κακκάβι χάμω», Ζερβ. β. «σκουντούφλησε κι έσπασε τα μούτρα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την… …   Dictionary of Greek

  • περιπταίω — Α 1. σκοντάφτω σε κάτι («περιπταίειν θαμὰ ταῑς πέτραις», Αγαθ.) 2. πέφτω σε κάτι, εμπίπτω («περιπταίειν ἐνέδρᾳ», Πολύαιν.) 3. περιπίπτω σε κάτι, καταντώ 4. (κατ επέκτ.) έρχομαι αντιμέτωπος με κάποιον, συγκρούομαι 5. μτφ. περιέρχομαι σε δεινή… …   Dictionary of Greek

  • προσπταίω — και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α 1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.) 2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω 3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων… …   Dictionary of Greek

  • σκόνταμμα — το, Ν [σκοντάφτω] 1. το αποτέλεσμα τού σκοντάφτω, πρόσκρουση σε εμπόδιο 2. μτφ. το να συναντά κανείς ή κάτι δυσχέρειες, δυσκολίες …   Dictionary of Greek

  • ακροπατώ — ( άω) 1. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 2. παραπατώ, σκοντάφτω 3. περπατώ αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πατώ] …   Dictionary of Greek

  • ηθικοπροσκόπτης — ἠθικοπροσκόπτης, ὁ (Μ) στον πληθ. οἱ ἠθικοπροσκόπται (όνομα που αποδίδεται στους οπαδούς μιας αίρεσης) αυτοί που προσκόπτουν, που προσκρούουν στην αρετή, που κάνουν κάτι το οποίο αντίκειται στην αρετή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθική + προσκόπτω «προσκρούω,… …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»