-
1 σκηνοποιος
-
2 σκηνοποιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκηνοποιός
-
3 σκηνοποιός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σκηνοποιός
-
4 σκηνοποιός
ο, η изготовитель, -ница палаток -
5 σκηνοποιός
делатель палаток, палаточный мастер.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σκηνοποιός
-
6 4635
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4635
См. также в других словарях:
σκηνοποιός — tentmaker masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιός — (I) ο, ΝΑ κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών αρχ. 1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + ποιός*]. (II) ὁ, Α κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας… … Dictionary of Greek
σκηνοποιόν — σκηνοποιός tentmaker masc/fem acc sg σκηνοποιός tentmaker neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιοί — σκηνοποιός tentmaker masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιούς — σκηνοποιός tentmaker masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηνοποιῷ — σκηνοποιός tentmaker masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Azzo — Azzo, Mon. Unter den »Frommen« des Klosters auf Monte Casino zählt Mabillon (Sæc. VI. P. 1. pag. 104) auch einen Mönch Azzo auf, von dem erzählt wird, daß bei dessen Tode der hl. Erzengel Michael erschienen sey und seine Seele in den Himmel… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
SUTOR — a suendo: Interim Romanis Sutores dicti, non illi qui acu vestes consuebant; sed qui coria in usum calceorum. Et Plato Politic. de artificiis vestim entorum dislerens, commemorat την` τρήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένην σύνθεσιν, Confectionem illam, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σκηνοπηγικός — ὁ, Α [σκηνοπηγῶ] σκηνοποιός … Dictionary of Greek
σκηνοποιία — η, σκηνοποιΐα, ΝΑ [σκηνοποιός] κατασκήνωση («ἡ τὲ τῶν ἱππέων καὶ τῶν πεζῶν σκηνοποιΐα παραπλήσιος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ίδρυση σκηνής, δημιουργία θεάτρου 2. κτίσιμο φωλιάς 3. θεατρική παράσταση 4. φρ. «σκηνοποιΐα της τύχης» μτφ. η συχνή μεταβολή… … Dictionary of Greek