Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σκευωρία

См. также в других словарях:

  • σκευωρία — σκευωρίᾱ , σκευωρία care of baggage fem nom/voc/acc dual σκευωρίᾱ , σκευωρία care of baggage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευωρία — η ραδιουργία, δόλιο τέχνασμα: Αποκαλύφτηκε η σκευωρία των εχθρών της δημοκρατίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκευωρία — η, ΝΑ, και σκαιωρία Α [σκευωρός] δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου τής τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.) αρχ. 1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών 2. πολύ μεγάλη φροντίδα …   Dictionary of Greek

  • σκευωρίας — σκευωρίᾱς , σκευωρία care of baggage fem acc pl σκευωρίᾱς , σκευωρία care of baggage fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευωρίαν — σκευωρίᾱν , σκευωρία care of baggage fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • ίντριγκα — η δολοπλοκία, ραδιουργία, μηχανορραφία, σκευωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ισπαν. intriga < λατ. intricare «περιπλέκω»] …   Dictionary of Greek

  • αχάλκευτος — η, ο (Α ἀχάλκευτος, ον) νεοελλ. (για σκευωρία) που δεν χαλκεύθηκε ή δεν εξυφάνθηκε εναντίον κάποιου αρχ. αυτός που δεν χαλκεύθηκε, που δεν κατασκευάστηκε από κατεργασμένο χαλκό …   Dictionary of Greek

  • διαπράττω — (Α διαπράττω και διαπράσσω) 1. εκτελώ, αποπερατώνω 2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «τό διέπραξε πάλι» αρχ. 1. διέρχομαι, περνώ 2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω 3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε... 4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από… …   Dictionary of Greek

  • επιβούλευμα — ἐπιβούλευμα, το (Α) [επιβουλεύω] επιβουλή, σκευωρία …   Dictionary of Greek

  • κακορραφία — κακορραφία, ἡ (Α) μηχανορραφία, σκευωρία, κακοθουλία («κακορραφίης ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ρραφία (< ρραφος < ραφή), πρβλ. δικο ρραφία, δολο ρραφία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»