-
1 σκευοθηκη
См. также в других словарях:
σιδηροθήκη — ἡ, Α 1. οπλοθήκη, οπλοστάσιο 2. πιθ. θήκη ιατρικών εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + θήκη (πρβλ. σκευο θήκη)] … Dictionary of Greek
χορτοθήκη — ἡ, Α χορτοβολώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + θήκη (πρβλ. σκευο θήκη)] … Dictionary of Greek