Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σκεπαστικός

См. также в других словарях:

  • σκεπαστικός — ή, ό / σκεπαστικός, ή, όν, ΝΑ [σκεπάζω] κατάλληλος για σκέπασμα, για κάλυψη, καλυπτήριος («οὐδὲ... τούτοις εὐφυὲς τὸ δέρμα πρὸς χωριστὸν ἔχειν τὸ σκεπαστικὸν μόριον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «σκεπαστική αλοιφή [ἡ ουσία]» (φαρμ.) αλοιφή ή σκόνη που… …   Dictionary of Greek

  • σκεπαστικά — σκεπαστικός sheltering neut nom/voc/acc pl σκεπαστικά̱ , σκεπαστικός sheltering fem nom/voc/acc dual σκεπαστικά̱ , σκεπαστικός sheltering fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικῶν — σκεπαστικός sheltering fem gen pl σκεπαστικός sheltering masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικόν — σκεπαστικός sheltering masc acc sg σκεπαστικός sheltering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικαί — σκεπαστικός sheltering fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικῇ — σκεπαστικός sheltering fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστική — σκεπαστικός sheltering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικήν — σκεπαστικός sheltering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπαστικῶς — σκεπαστικός sheltering adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»