Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σκαρώνω

  • 1 σκαρώνω

    μετ.
    1) мор. ставить на стапели; 2) сбивать, сколачивать; 3) перен. замышлять, затевать (что-л, дурное); задумывать (что-л, дурное); § μου τη σκάρωσε он устроил мне пакость, он подложил мне свинью;

    σκαρώνω σε κάποιον μιά δουλειά — а) замышлять худое против кого-л.; — б) сыграть злую шутку с кем-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σκαρώνω

  • 2 σκαρώνω

    [скароно] ρ приступать к. постройке корабля, мастерить, белать наспех, как попало.

    Эллино-русский словарь > σκαρώνω

См. также в других словарях:

  • σκαρώνω — σκαρώνω, σκάρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαρώνω — και εσχαρώνω Ν [σκαρί / εσχάριο] 1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά 2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο 3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» επινόησαν κάτι σε βάρος… …   Dictionary of Greek

  • σκαρώνω — σκάρωσα, σκαρωμένος 1. σχεδιάζω, έχω στα σκαριά, ετοιμάζω: Σκαρώνει ένα καινούριο έργο. 2. εκτελώ, κάνω: Θα σκάρωσαν κι άλλο παιδί. 3. μηχανεύομαι, σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό: Φαίνεται πως αυτοί κάτι σκαρώνουν εναντίον μας. 4. «Μας τη σκάρωσε»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • εγκεράννυμι — ἐγκεράννυμι και ἐγκεραννύω (Α) 1. (για κρασί) ανακατώνω με νερό 2. ανακατώνω 3. μηχανορραφώ, δολοπλοκώ, σκαρώνω …   Dictionary of Greek

  • σκάρωμα — το, Ν [σκαρώνω] 1. σύλληψη ιδέας 2. επινόηση, εφεύρεση 3. (ναυπ.) κατασκευή τού σκελετού ναυπηγούμενου πλοίου …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγώ — ναυπήγησα, ναυπηγήθηκα, ναυπηγημένος, κατασκευάζω πλοίο, σκαρώνω καράβι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαμπρικάρω — φαμπρικάρισα (λ. ιταλ.) 1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα. 2. μτφ., δημιουργώ ζητήματα εκεί που δεν υπάρχουν, σοφίζομαι, μαγειρεύω, σκαρώνω: Ποιος ξέρει τι φαμπρικάρει πάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»