Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σκαλίζω

  • 61 перековырять

    ρ.σ.μ. σκαλίζω, ξύνω (όλο, πολύ).

    Большой русско-греческий словарь > перековырять

  • 62 проковырять

    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)σκαλιζω• ανασκαλεύω• ανοίγω οπή.
    2. ανασκαλεύω (για ένα χρον. διάστημα).
    ανασκαλεύω.

    Большой русско-греческий словарь > проковырять

  • 63 проскрести

    ρ.σ.μ. τρωγαλίζω, ροκαν ίζω, τρυπώ•

    мыши -ебли пол τα ποντίκια τρύπησαν το πάτωμα.

    1. εισδύω τρυπώντας.
    2. ξύνω, σκαλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > проскрести

  • 64 процарапать

    ρ.σ.μ.
    1. γρατσουνίζω.
    2. γρατσουνίζω για ένα χρον. διάστημα.
    3. χαράσσω, σκαλίζω.

    Большой русско-греческий словарь > процарапать

  • 65 растревожить

    ρ.σ.μ.
    1. φοβίζω, πτοώ, σκιάζω• εμβάλλω φόβο, ανησυχία, ανησυχώ.
    2. ταράσσω, θορυβώ.
    3. εγγίζω, ερεθίζω•

    растревожить рану ερεθίζω την πληγή.

    || μτφ. ανακινώ, σκαλίζω παλαιές πληγές (δυσάρεστες αναμνήσεις).
    καταφοβούμαι, πτοούμαι, τρομάζω.

    Большой русско-греческий словарь > растревожить

  • 66 рыть

    рою, роешь, παθ. μτχ. παρλθ. рытый, βρ: рыт
    -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. σκάβω, ανασκάβω, ορύσσω•

    рыть яму σκάβω λάκκο•

    рыть окопы σκάβω χαρακώματα•

    рыть колодец σκάβω πηγάδι•

    рыть канал ανοίγω (κάνω) διώρυγα.

    || ανασκαλίζω. || εξορύσσω.
    2. ρίχνω, πετώ άτακτα.
    εκφρ.
    землю роет – α) αδημονεί, δεν τον χωράει ο τόπος, β) θαύματα (άθλους) κάνει, αναποδογύριζειτο σύμπαν.
    σκάβομαι, ορύσσομαι. || ψάχνω, ερευνώ• σκαλίζω.
    ουδ.
    σκάψιμο, σκαφή• όρυξη•

    канавы σκάψιμο χάντακα.

    Большой русско-греческий словарь > рыть

  • 67 сечь

    секу, сечшь, секут, παρλθ. χρ. сек, -ла, -ло κ. секла, -ло, μτχ. ενεστ. секущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сеченный, βρΐ-чен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, κόπτω, τέμνω, τεμαχίζω, κομματιάζω. || σχίζω χτυπώντας με κάτι. || χτυπώ με κοφτερό όργανο• μαχαιρώνω.
    2. σκαλίζω• πελεκώ πέτρα.
    3. μαστιγώνω• βιτσίζω.
    4. πέφτω με δύναμη, δαρτός, χτυπώντας (για χιόνι, χαλάζι, βροχή).
    1. μάχομαι.
    2. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι.
    3. ξεφτίζω, -ομαι.
    4. κόβομαι.
    5. σκαλίζομαι, πελεκιέμαι.
    6. μα-στ ιγώνομαι.
    θ.
    Σέτση, παλαιά αυτοδιοικούμενη κοζάκικη περιοχή.

    Большой русско-греческий словарь > сечь

  • 68 точить

    точу, точишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. точенный βρ: -чен, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. τροχίζω, ακονίζω•

    точить косу τροχίζω την κοσιά•

    точить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    || ξύνω•

    точить карандаш ξύνω το μολυβί.

    2. τορνεύω, φτιάχνω στον τόρνο. || κατασκευάζω, σκαλίζω, λαξεύω.
    3. (για έντομα) φθείρω, τρώγω, τρυπώ.
    4. μτφ. κατατρύχω, βασανίζω, τυραννώ.
    5. μαλώνω διαρκώς.
    εκφρ.
    точить нож на кого – σκευωρώ εναντίον κάποιου, σκέτομαι να βλάψω κάποιον•
    червь -ит его – τον τρώει το σαράκι (τον κατατρύχει η σκέψη, η ιδέα).
    1. τροχίζομαι, ακονίζομαι.
    2. τορνεύομαι. || κατασκευάζομαι, πελεκιέμαι.
    точу, точишь ρ.δ.μ. παλ. χύνω•

    точить слёзы χύνω δάκρυα•

    точить кровь χύνω αίμα.

    || διαχέω, σκορπώ•

    точить свет διαχέω φως.

    χύνομαι. || διαχέομαι.

    Большой русско-греческий словарь > точить

  • 69 шаровать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шарованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ. κ. σ. σκαλίζω σπαρτό
    σκαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > шаровать

См. также в других словарях:

  • σκαλίζω — hoe pres subj act 1st sg σκαλίζω hoe pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλίζω — σκαλίζω, σκάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκαλίζω — σκάλισα, σκαλίστηκα, σκαλισμένος 1. σκάβω ελαφρά: Σκάλισε τα λουλούδια. – Μη σκαλίζεις τη μύτη σου. 2. ψαχουλεύω, ανασκαλεύω: Τι τα σκαλίζεις αυτά; 3. λαξεύω: Σκαλίζω το μάρμαρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαλίζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α σκάβω νεοελλ. 1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους 2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» λέγεται για εκείνους… …   Dictionary of Greek

  • σκαλιζόμενα — σκαλίζω hoe pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαράσσω — Ν ΜΑ, και χαράζω Ν, και αττ. τ. χαράττω Α 1. κάνω εγκοπές, γραμμές ή γράμματα πάνω σε μια επιφάνεια με αιχμηρό όργανο, εγχαράσσω 2. γράφω 3. σχεδιάζω τις κύριες γραμμές μιας μελλοντικής κατασκευής ή ορίζω και σημειώνω στο έδαφος τον άξονα ενός… …   Dictionary of Greek

  • ανασκαλεύω — 1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω 2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω 3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ …   Dictionary of Greek

  • βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… …   Dictionary of Greek

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

  • ξεσκαλίζω — 1. σκαλίζω το χώμα γύρω από τη ρίζα ενός φυτού 2. προσπαθώ να βρώ κάτι ανασκαλεύοντας διάφορα αντικείμενα 3. ερευνώ μια υπόθεση ξανά, ανακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • προσκαλίζω — Α [σκαλίζω] σκαλίζω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»