-
1 σιτοποιος
I21) касающийся приготовления хлеба или пищиἀνάγκη σ. Eur. — необходимость готовить пищу
2) готовящий хлеб или пищу(γυναῖκες Her.)
IIὅ и ἥ хлебопек, пекарь, булочник Her., Thuc., Xen., Plat. -
2 σιτοποιός
σῑτοποιός, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem nom sg -
3 σιτοποιός
-οῦ ὁ N 2 1-0-0-0-0=1 Gn 40,17miller, bakerCf. BATTAGLIA 1989, 201-203 -
4 σιτοποιός
II Subst., one that ground the corn in the hand-mill, miller.σ. ἐκ τῶν μυλώνων Th.6.22
;Λαμέδοντι σιτοποιῷ PCair.Zen.4.41
(iii B.C.);ἐπίστειλον.. πόθεν δεῖ λαβόντα σῖτον καὶ πόσον δοῦναι Ἀμμωνίῳ τῷ σ. ὅπως ἑτοιμασθῇ σεμίδαλις PMich.Zen.28.32
(iii B.C.); ἔργον σιτοποιοῦ bake-meats, LXX Ge. 40.17; mostly fem., baking-woman, Hdt.3.150, Thphr.Char.4.7; γυναῖκες ς. Hdt.7.187, Th.2.78; opp. ὀψοποιός (a cook), Pl.Grg. 517e, X.Cyr.8.5.3; opp. μάγειρος, Plu.Alex.23 (pl.), cf. Ostr.Bodl. i 304 (pl., ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτοποιός
-
5 σῑτοποιός
σῑτο-ποιός, Getreide zubereitend, mahlend; Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend -
6 ἀρχι-σῑτοποιός
ἀρχι-σῑτοποιός, ὁ, Oberbäcker, Philo.
-
7 πέπτρια
-
8 σῑτο-πόνος
σῑτο-πόνος, = σιτοποιός, Sp.
-
9 σῑτο-ποιός
σῑτο-ποιός, Getreide zubereitend, mahlend, Her. 3, 150. 7, 187, der steh nur des wm. ἡ σιτοποιός bedient; auch Mehl, Brot oder sonst Nadrungsmittel, Speisen zubereitend, προϑεὶς ἀνάγκην σιτοποιόν, Eur. Hec. 362; γυναῖκες, Thuc. 2, 78; ὁ σ., 6, 44; Ggstz von όψοποιός, Xen. Cyr. 8, 5, 3. 8, 20, wie Plat. Gorg. 517 d.
-
10 σῑτ-ουργός
σῑτ-ουργός, = σιτοποιός; Plat. Polit. 267 e; μύλη, Polyaen. 3, 10, 10.
-
11 σιτοποιοίς
σῑτοποιοῖς, σιτοποιέωprepare corn for food: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)σῑτοποιοῖς, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem dat pl -
12 σιτοποιοῖς
σῑτοποιοῖς, σιτοποιέωprepare corn for food: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)σῑτοποιοῖς, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem dat pl -
13 σιτοποιού
σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: pres imperat mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: imperf ind mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen sg -
14 σιτοποιοῦ
σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: pres imperat mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιέωprepare corn for food: imperf ind mp 2nd sg (attic)σῑτοποιοῦ, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen sg -
15 σιτοποιοί
σῑτοποιοί, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem nom /voc pl -
16 σιτοποιούς
σῑτοποιούς, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem acc pl -
17 σιτοποιώ
-
18 σιτοποιῷ
-
19 σιτοποιών
σῑτοποιῶν, σιτοποιέωprepare corn for food: pres part act masc nom sg (attic epic doric)σῑτοποιῶν, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen pl -
20 σιτοποιῶν
σῑτοποιῶν, σιτοποιέωprepare corn for food: pres part act masc nom sg (attic epic doric)σῑτοποιῶν, σιτοποιόςof grinding and baking: masc /fem gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σιτοποιός — όν, Α 1. αυτός που φτειάχνει αλεύρι, ψωμί ή άλλες τροφές 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σιτοποιός ο μυλωνάς 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σιτοποιός η γυναίκα που ζυμώνει και ψήνει το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ποιός*] … Dictionary of Greek
σιτοποιός — σῑτοποιός , σιτοποιός of grinding and baking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτοποίητρα — και σιτοπόητρα, τὰ, Α τα ψηστικά, η αμοιβή τού αρτοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτοποιός «αρτοποιός» + επίθημα τρον, που απαντά συνήθως σε λ. οι οποίες δηλώνουν αμοιβή (πρβλ. στον πληθ. δίδακ τρα, λύτρα)] … Dictionary of Greek
σιτοποιΐα — ἡ, ΜΑ [σιτοποιός] η παρασκευή ψωμιού, η αρτοποιία … Dictionary of Greek
σιτοποιΐκός — ή, όν, Α [σιτοποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σιτοποιία, στην αρτοποιία … Dictionary of Greek
σιτοποιείον — και σιτοποεῑον και σιτοπόειον, τὸ, Α [σιτοποιός] ο χώρος ή το εργαστήριο όπου άλεθαν το σιτάρι … Dictionary of Greek
σιτοποιώ — έω, Α [σιτοποιός] 1. φτειάχνω ψωμί, ζυμώνω και ψήνω ψωμί 2. παρέχω τρόφιμα σε κάποιον … Dictionary of Greek
σιτοπόνος — ὁ, ἡ, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + πονος (< πόνος «κόπος, εργασία»), πρβλ. γεω πόνος] … Dictionary of Greek
σιτουργός — όν, Α σιτοποιός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek