Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σιμά

  • 1 σιμά

    [ейма] εκίρ. рядом, близко,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιμά

  • 2 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 3 ближе

    ближе 1. (сравн. ст. от близкий) πιο κοντινός 2. (сравн, cm. от близко) πιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά
    * * *
    1. сравн. ст. от близкий 2. сравн. ст. от близко
    πιο κοντά, πιο πλησίον, πιο σιμά

    Русско-греческий словарь > ближе

  • 4 вблизи

    вблизи κοντά, σιμά, πλησί ον" рассматривать что-л. \вблизи εξετάζω κάτι οπό κοντά* \вблизи Москвы κοντά στη Μόσχα
    * * *
    κοντά, σιμά, πλησίον

    рассма́тривать что-л. вблизи́ — εξετάζω κάτι από κοντά

    вблизи́ Москвы́ — κοντά στη Μόσχα

    Русско-греческий словарь > вблизи

  • 5 мимо

    мимо δίπλα από, σιμά* пройти \мимо περνώ δίπλα, περνώ από κοντά
    * * *
    δίπλα από, σιμά

    пройти́ ми́мо — περνώ δίπλα, περνώ από κοντά

    Русско-греческий словарь > мимо

  • 6 недалеко

    недалеко κοντά, πλησίον, σιμά; это \недалеко? είναι μακριά; это совсем \недалеко είναι πολύ κοντά
    * * *
    κοντά, πλησίον, σιμά

    э́то недалеко́? — είναι μακριά

    э́то совсе́м недалеко́ — είναι πολύ κοντά

    Русско-греческий словарь > недалеко

  • 7 поблизости

    поблизости κοντά, σιμά
    * * *
    κοντά, σιμά

    Русско-греческий словарь > поблизости

  • 8 около

    около
    1. предлог с род. п. (возле) κοντά, σιμά, πλησίον
    2. предлог с род. п. (приблизительно) περίπου, σχεδόν, ἀπάνω κάτω:
    мы шли \около часа περπατούσαμε περίπου μιάν ῶρα· ему́ \около тридцати лет εἶναι περίπου τριάντα χρονών
    3. нареч (вокруг, близко) κοντά, πλησίον, σιμά· ◊ ходить вокруг да \около τά κλωθογυρίζω, μιλώ μέ περιστροφές.

    Русско-новогреческий словарь > около

  • 9 прилепить

    ρ.σ.μ. κολλώ, επικολλώ•

    прилепить пластырь κολλώ έμπλαστρο•

    прилепить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελο•

    прилепить воском κολλώ με κερί.

    || τοποθετώ πολύ σιμά, κολλητά. || επιθέτω, βάζω• ράβω •. εφαρμόζω.
    (επι)κολλώ•

    пластырь -лся το έμπλαστρο κόλλησε.

    || τοποθετούμαι, κείμαι πολύ σιμά, κολλητά. || προσκολλιέμαι, αφοσιώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прилепить

  • 10 присоседиться

    -сеяусь, -седишься
    ρ.σ. κάθομαι σιμά, πλησίον•

    присоседиться к ней κάθομαι σιμά σ αυτήν.

    Большой русско-греческий словарь > присоседиться

  • 11 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 12 близко

    близко πλησίον, κοντά, σι μά мы \близко знакомы γνωριζό μεθα από κοντά
    * * *
    πλησίον, κοντά, σιμά

    мы бли́зко знако́мы — γνωριζόμεθα από κοντά

    Русско-греческий словарь > близко

  • 13 близ

    близ
    предлог с род. п. πλησίον, ἐγγύς, δίπλα, κοντά, σιμά.

    Русско-новогреческий словарь > близ

  • 14 близко

    близко
    нареч
    1. πλησίον, ἐγγύς, σιμά, κοντά:
    быть \близко εἶμαι πλησίον, εἶμαι κοντά;
    2. (хорошо, вполне) στενά [-ῶς], ἀπό κοντά:
    \близко познакомиться γνωρίζομαι ἀπό κοντά; ◊ до города \близко ἡ πόλη εἶναι κοντά.

    Русско-новогреческий словарь > близко

  • 15 вблизи

    вблизи
    нареч κοντά, σιμά, πλησίον, ἐγγύς:
    \вблизи города κοντά στήν πόλη; он \вблизи лучше видит κοντά βλέπει καλλίτερα.

    Русско-новогреческий словарь > вблизи

  • 16 возле

    возле
    1. нареч πλησίον, δίπλα, παραπλεύρως·
    2. предлог с-род. ἡ. δίπλα σέ, σιμά, κοντά σέ.

    Русско-новогреческий словарь > возле

  • 17 мимо

    мимо
    нареч и предлог δίπλα, σιμά:
    пропустить что-л, \мимо ушей κάνω πώς δέν ἀκούω· пройти́ \мимо παρέρχομαι, περνώ δί·ἀπό· бить \мимо цели ἀστοχώ, δέν πετυχαίνω τό στόχο.

    Русско-новогреческий словарь > мимо

  • 18 неподалеку

    неподалеку
    нареч πλησίον, ὄχι μα-κρυά, κοντά, σιμά:
    он живет \неподалеку μένει ἐδῶ κοντά.

    Русско-новогреческий словарь > неподалеку

  • 19 поблизости

    поблизости
    нареч κοντά, σιμά, πλησίον:
    быть (оказаться) \поблизости βρίσκομαι κοντά.

    Русско-новогреческий словарь > поблизости

  • 20 мимо

    [μίμα] εχίρ. δίπλα, σιμά

    Русско-греческий новый словарь > мимо

См. также в других словарях:

  • σιμά — επίρρ. τοπ., κοντά: Το σπίτι τους είναι σιμά στο δικό μας. – Μένουμε σιμά. – Κάθισε σιμά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σίμα — (I) η, Ν αρχ. βλ. σίμη. (II) το, Ν γεωλ. ονομασία που δόθηκε από τον Αυστριακό γεωλόγο Ε. Σουές το 1909 στο εσωτερικό, κάτω από το σιάλ, στρώμα τού στερεού φλοιού τής Γης, τα πετρώματα τού οποίου αποτελούνται κυρίως από πυρίτιο και μαγνήσιο.… …   Dictionary of Greek

  • σιμά — σῑμά , σιμός snub nosed neut nom/voc/acc pl σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc/acc dual σῑμά̱ , σιμός snub nosed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το …   Dictionary of Greek

  • ισοστασία ή ισοστατική ισορροπία — Οι συνθήκες ισορροπίας των διαφόρων τεμαχίων του φλοιού της Γης και το σύνολο των παραγόντων που την προκαλούν. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πρατ –την οποία υιοθέτησε, τροποποιώντας την σε ορισμένα σημεία, ο Άγγλος αστρονόμος Έιρι το 1885 (αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • OBLIQUARE visus — apud Statium Achill. l. 1. v. 323. de Achille, Mulcetur, laetumque rubet, visusque superbos Obliquat amoris indicium. Unde vetus Schol. Cum heroicum, inquit, et virile ante contueretur; nunc obliquatô visu, remittit austeritatem et assensum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λιθόσφαιρα — Το εξώτατο και στερεό περίβλημα της Γης. Σύμφωνα με την υπόθεση του Γκόλντσμιτ σχετικά με την εσωτερική δομή της Γης, η λ. θα πρέπει να έχει πάχος περίπου 1.200 χλμ. και να αποτελείται στο κατώτερο μέρος της από σίμα (sima), δηλαδή από πυριτικά… …   Dictionary of Greek

  • κρεμάθα — η σανίδα, ράφι κρεμασμένο από τη δοκό τής στέγης («και μια κρεμάθα με πυτιές σιμά στον καπνοδόχο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμάθρα, με απλοποίηση τού συμπλέγματος θρ ] …   Dictionary of Greek

  • μεσονυχτίς — επίρρ. κατά τη διάρκεια τού μεσονυκτίου, κατά τα μεσάνυχτα («μη δεν πετούσε αληθινά μεσονυχτίς σιμά του το φτερωτό σου τ όνειρο», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόνυχτο + επιρρμ. κατάλ. ίς* (πρβλ. αποβραδ ίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»