-
1 σηκος
ὅ1) загон, стойло, хлев(σηκοὴ ἀρνῶν ἠδ΄ ἐριφῶν Hom.)
2) логово, пещера(δράκοντος Eur.)
3) жилье(ἐν ὄρει Plat.)
4) гнездо (sc. τῶν περδίκων Arst.)5) святилище, храм(σ. ἄβατος Eur.)
6) гробница, могила (sc. Θησέως Plut.)7) ограда вокруг (священной) маслины Lys. -
2 σηκός
ο1) ниша; альков; 2) святилище -
3 ναος
Iатт. тж. νεώς, эп.-ион. νηός, эол. ναῦος ὅ [ναίω I]1) жилище (богов), храм(θεῶν Pind.; δαιμόνων Plat.)
2) (= σηκός См. σηκος) святилище храма(τοῦ ἱροῦ νηός Her.)
3) ящик в виде храма для изображений богов(τὸ ἄγαλμα ἐν νηῷ μικρῷ Her.)
IIдор. gen. к ναῦς См. ναυς -
4 μελαμβαθης
-
5 ποιμνηιος
-
6 σηκαζω
[σηκός] досл. загонять в стойло, перен. запирать(ὥσπερ ἐν αὐλίῳ Xen.)
σήκασθεν (= ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον Hom. — (троянцы) оказались (бы) запертыми в Илионе -
7 σηκωμα
См. также в других словарях:
σηκός — pen masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
σηκός — ο 1. μέρος του αρχαίου ναού, κυρίως ναός. 2. κοίλωμα σε τοίχο για την τοποθέτηση αγαλμάτων κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σηκοῖο — σηκός pen masc gen sg (epic) σηκόω weigh pres opt mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκοῖς — σηκός pen masc dat pl σηκόω weigh pres opt act 2nd sg σηκόω weigh pres subj act 2nd sg σηκόω weigh pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκοῖσιν — σηκός pen masc dat pl (epic ionic aeolic) σηκόω weigh pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) σηκόω weigh pres subj act 3rd sg (epic) σηκόω weigh pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκοί — σηκός pen masc nom/voc pl σηκόω weigh pres subj mp 2nd sg σηκόω weigh pres ind mp 2nd sg σηκόω weigh pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκοῦ — σηκός pen masc gen sg σηκόω weigh pres imperat mp 2nd sg σηκόω weigh imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκούς — σηκός pen masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηκόν — σηκός pen masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HEROUM — I. HEROUM Graece Η῾ρῷον, sacellum, in Herois alicuius honorem exstructum: etiam Σηκὸς Graecis. Quamvis enim ἐυδότερον τόπον τȏυ ἱεροῦ, interiorem locum Templi, ubi sc. sinulactum Numinis poni solitum, eâ voce intelligat Hesych. peculiariter tamen … Hofmann J. Lexicon universale