-
1 сербский
-
2 сербский
серб||скийприл σερβικός. -
3 сербский
[σιέρπσκιϊ] επ σέρβικός -
4 сербский
[σιέρπσκιϊ] επ σέρβικός -
5 сербский
επ.σέρβικος.
См. также в других словарях:
σερβικός — ή, ό, και σέρβικος, η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σερβία ή στους Σέρβους 2. (το θηλ. εν. και το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) η Σερβική και τα Σερβικά ή Σέρβικα η σερβική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σερβία / Σέρβος. Το επίθ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
σερβικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους Σέρβους ή στη Σερβία: Σερβικά δημοτικά τραγούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Chasaposerviko — Der Chasaposervikos (Χασαποσέρβικος) oder Servikos (Σέρβικος), ist ein dem Chasapiko verwandter Tanz im 2/4 Rhythmus. Es gibt zahlreiche Tänze vom Balkan und Mittelmeerraum bis zum Schwarzem Meer, die dem Chasaposervikos sehr ähnlich sind. Der… … Deutsch Wikipedia
Chasaposervikos — Der Chasaposervikos (Χασαποσέρβικος) oder Servikos (Σέρβικος) ist ein dem Chasapiko verwandter Tanz im 2/4 Rhythmus. Es gibt zahlreiche Tänze von Südosteuropa und Mittelmeerraum bis zum Schwarzem Meer, die dem Chasaposervikos sehr ähnlich sind.… … Deutsch Wikipedia
Hasaposerviko — Der Chasaposervikos (Χασαποσέρβικος) oder Servikos (Σέρβικος), ist ein dem Chasapiko verwandter Tanz im 2/4 Rhythmus. Es gibt zahlreiche Tänze vom Balkan und Mittelmeerraum bis zum Schwarzem Meer, die dem Chasaposervikos sehr ähnlich sind. Der… … Deutsch Wikipedia
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
χασαποσέρβικος — ο, Ν είδος γοργού κυκλικού χορού που εκτελείται από άνδρες και γυναίκες με κράτημα από τους ώμους και με ποικίλες χορευτικές εναλλαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασάπης + σέρβικος] … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek