-
1 кудрявый
кудрявый κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης (о человеке)' σγουρός (о волосах)* * *κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης ( о человеке); σγουρός ( о волосах) -
2 кудрявый
ку́др||явыйприл1. σγουρός, κατσαρός (о волосах)/ κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης (о человеке)·2. перен (о деревьях и т.п.) φουντωτός, σγουρός. -
3 курчавый
курчавыйприл σγουρός (о волосах)/ σγουρομάλλης (о человеке). -
4 курчавый
[κουρτσάβυϊ] εκ. σγουρομάλλης -
5 курчавый
[κουρτσάβυϊ] επ σγουρομάλλης
См. также в других словарях:
σγουρομάλλης — θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, η, ο, Ν αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός* + μάλλης / μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσο μάλλης] … Dictionary of Greek
σγουρομάλλης — ο θηλ. σγουρομάλλα αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, κατσαρομάλλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σγουρομάλλικος — η, ο, Ν [σγουρομάλλης] σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
σγουρός — ή, ό / σγουρός, ά, όν, ΝΜ βοστρυχωτός, κατσαρός νεοελλ. σγουρομάλλης μσν. σκοτεινός, μελανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σχηματίστηκε από το αρχ. γυρός* «στρογγυλός, κεκαμμένος» με ανάπτυξη προθετικού σ (πρβλ. βώλος:… … Dictionary of Greek
κατσαρομάλλης — α, ικο, θηλ. και κατσαρομαλλούσα αυτός που έχει κατσαρά μαλλιά, σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
κλαστόθριξ — κλαστόθριξ, ότριχος, ὁ (Α) πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό θριξ, μεγαλό θριξ] … Dictionary of Greek
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek
ξαθοσγουρομάλλης — ο ως επίθ. αυτός που έχει ξανθά και σγουρά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαθός, άλλος τ. τού ξανθός, + σγουρομάλλης] … Dictionary of Greek
ουλοκάρηνος — οὐλοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
ουλοκομώ — οὐλοκομῶ, έω (Α) [ουλόκομος] έχω σγουρά μαλλιά, είμαι σγουρομάλλης … Dictionary of Greek
ουλόθριξ — ο, η και ουλότριχος, η, ο (ΑΜ οὐλόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ και οὐλότριχος, ον) αυτός που έχει κατσαρές τρίχες, σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης («Αἰθίοπες δὲ καὶ οἱ ἐν τοῑς θερμοῑς οὐλότριχες», Αριστοτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. βοτ. γένος φυκών τών… … Dictionary of Greek