-
1 стрелять
стрелять πυροβολώ; \стрелять в цель κάνω σκοποβολή; \стрелять из лука τοξεύω, σαϊτεύω* * *стреля́ть в цель — κάνω σκοποβολή
стреля́ть из лу́ка — τοξεύω, σαΐτεύω
-
2 лук
лук Iм (растение) τό κρομμύδι, τό κρόμμυον:связка \лука μιά ἀρμαθειά κρομμύδια.лук IIм (оружие) τό τόξο[ν], ἡ σαγίτ-τα:стрелять из \лука ἐκτοξεύω, σαϊτεύω. -
3 стрела
стрел||аж1. τό βέλος, ἡ σαΐτα:пустить \стрелау́ ἐκτοξεύω βέλος, σαϊτεύω· промчаться \стрелао́й πετώ σάν ἀστραπή·2. тех.:подъемная \стрела, грузовая \стрела τό τόξο τοῦ γερανού, τό τόξο τοδ βαρούλκου. -
4 стрелять
стреля||тьнесов1. πυροβολώ (из ружья, пистолета)/ βάλλω, κανονιοβολώ (из орудия)·2. безл (о боли):у меня \стрелятьет в у́хе μέ σουβλίζει τό αὐτί· ◊ \стрелять глазами σαϊτεύω μέ τή ματιά μου.
См. также в других словарях:
σαϊτεύω — και σαγιτεύω σαΐτεψα, σαϊτεύτηκα, σαϊτεμένος 1. σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα. 2. μτφ., ρίχνω ερωτικά βέλη: Μάτια που σαϊτεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαϊτεύω — και σαϊττεύω και σαγιτ(τ)εύω ΝΜ [σαΐτ(τ)α / σαγίτ(τ)α] σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα, τοξεύω νεοελλ. μτφ. χτυπώ κάποιον με τα βέλη τού έρωτα … Dictionary of Greek
δοξαρίζω — [δοξάρι] χτυπώ με τόξο, σαϊτεύω … Dictionary of Greek
μυριοσαϊτεμένος — μυριοσαϊτεμένος, η, ον (Μ) αυτός που πληγώθηκε άπειρες φορές από βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)* + σαϊτεμένος (< σαϊτεύω)] … Dictionary of Greek
σαγιτεύω — και σαγιττεύω ΝΜ βλ. σαϊτεύω … Dictionary of Greek
τοξεύω — ΝΜΑ [τόξον] 1. ρίχνω με το τόξο 2. συνεκδ. χτυπώ, τραυματίζω κάποιον με βέλος («τοξεύειν ἔλαφον», Αριστοτ.) 3. (γενικά) εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω (α. «τοξεύειν ὕμνους», Πίνδ. β. «ταῡτα νοῡς ἐτόξευσεν μάτην», Ευρ.) αρχ. 1. βάλλω εναντίον… … Dictionary of Greek