-
1 σαπίζω
1. μετ. гноить (тж. перен.);2. αμετ. 1) гнить, портиться; разлагаться, прогнивать; загнивать; 2) перен. томиться (в тюрьме, в ссылке); § τον εσάπισε στο ξύλο он его нещадно избил;σαπίζω κάποιον στη δουλειά — сгноить на (тяжкой) работе (кого-л.), извести непосильным трудом
-
2 σαπίζω
[сализо] р. (μτβ.) доводить до гиения, гноить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σαπίζω
-
3 σαπίζω
[сализо] ρ (μτβ) доводить до гиения, гноить. -
4 σαπίζω
podrir -
5 σαπίζω
1) decay2) decompose3) rotΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σαπίζω
-
6 rot
σαπίζω -
7 загнивать
σαπίζω, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загнивать
-
8 прогнивать
σαπίζω, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогнивать
-
9 спарить
-
10 гнить
-
11 портить
портить χαλνώ, καταστρέφω· \портить здоровье καταστρέφω την υγεία μου \портиться χαλνώ· σαπίζω (гнить)* * *χαλνώ, καταστρέφωпо́ртить здоро́вье — καταστρέφω την υγεία μου
по́ртиться — χαλνώ; σαπίζω ( гнить)
-
12 проглядывать
проглядыва||тьнесов1. (просматривать) ρίχνω μιά ματιά/ φυλλομετρώ, ξεφυλλίζω (перелистывать)·2. (показываться) προβάλλω, (δια)φαίνομαι, ἐμφανίζομαι, διαγράφομαι:луна \проглядыватьла из-за туч ἡ σελήνη πρόβαλε μέσα ἀπό τά σύννεφα· \проглядыватьет солнце ὁ ήλιος βγαίνει, проглянуть сов см. проглядывать2. прогнать сов см. прогонять. прогнивать несов, прогнить сов прям., перен σαπίζω (αμετ.), σήπομαι:\проглядывать насквозь σαπίζω ἐντελώς. -
13 гноить
гною, гноишь, ρ.δ.μ. σαπίζω• αφήνω να σαπίσει•дождь гноит сено η βροχή σαπίζει το χορτάρι.
|| μτφ. λιώνω, φθίνω, μαραζώνω•-в тюрьме σαπίζω στη φυλακή.
-
14 запреть
-еетρ.σ.σαπίζω. || αρχίζω να σαπίζω. -
15 подгнить
-гнит, παρλθ. χρ. подгнил-ла, -лоρ.σ.1. σαπίζω από κάτω•-ил столб ο στύλος σάπισε από κάτω (που είναι μέσα στο χώμα)•
-ил корень дуба σάπισε η ρίζα της βαλανιδιάς.
2. σαπίζω, σήπομαι λίγο. -
16 прогноить
-ною, -ноишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прогнонный, βρ: -нон, -ноена, -ноено; ρ.σ.μ. σαπίζω•прогноить пол σαπίζω το πάτωμα.
-
17 сгноить
сгною, сгноишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сгонный, сгноена, сгноеноρ.σ.μ. σήπω, σαπίζω•сгноить сено σαπίζω το χορτάρι.
|| μτφ. καταστρέφω, βλάπτω. -
18 портиться
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > портиться
-
19 разложиться
1. (разместиться) τακτοποιούμαι 2. (подвергнуться гниению) σαπίζω, αποσαθρώνω 3 (доводить до распада) διαλύομαι, σήπομαι, αποδιοργανώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разложиться
-
20 тлеть
1. (гореть без пламени) κουφοκαίω 2. (гнить) αποσυντίθεμαι, σαπίζω, αλλοιώ-μαι, σήπομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тлеть
См. также в других словарях:
σαπίζω — σαπίζω, σάπισα, σαπισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… … Dictionary of Greek
σαπίζω — σάπισα, σαπισμένος 1. μτβ., προκαλώ σήψη, αποσύνθεση: Η υγρασία σάπισε το ξύλο. 2. αμτβ., γίνομαι σάπιος, παθαίνω αποσύνθεση: Σάπισαν τα φρούτα. – Σάπισε το κρέας. 3. φρ., «Τον σάπισε στο ξύλο», τον έδειρε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαγγραινιάζω — σαπίζω από γάγγραινα … Dictionary of Greek
σέπομαι — σαπίζω: Αν στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… … Dictionary of Greek
περισήπομαι — Α σαπίζω από παντού, σαπίζω ολόγυρα, είμαι σάπιος εντελώς («ἐπὴν περισαπῇ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek
σάπισμα — το, Ν [σαπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη 2. μτφ. ηθική διαφθορά … Dictionary of Greek
σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… … Dictionary of Greek
υποσήπω — Α (αμτβ.) αρχίζω να σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σήπω / σήπομαι «σαπίζω»] … Dictionary of Greek
Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… … Dictionary of Greek