Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σάρα

См. также в других словарях:

  • σάρα — (Αστρον.), Αστεροειδής που πρωτοεπισημανθηκε στις 19 Απριλίου 1904. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 14,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 11,1 από τον Ήλιο. * * * η, Ν 1. κάθε άχρηστο πράγμα ή …   Dictionary of Greek

  • σάρα — η σκουπίδι (κυριολ. και μτφ.): Μαζεύτηκε όλη η σάρα και η μάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σάρα — η βλ. Σάρρα, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάρα — σάρον broom neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε …   Dictionary of Greek

  • Σίντονς, Σάρα — (Siddons). Αγγλίδα ηθοποιός του θεάτρου, ειδικευμένη σε σαικσπηρικούς ρόλους (1755 1831). Κόρη του Ρότζερ Κεμπλ, θιασάρχη, κατόρθωσε σύντομα να επιβληθεί με την ερμηνευτική της ικανότητα και τη σκηνική εμφάνιση της. Είχε ίση επιτυχία σε κοσμικούς …   Dictionary of Greek

  • Βον, Σάρα — (Sarah «Lois» Vaughan,Νιου Τζέρσι 1924 – 1990). Αμερικανίδα τραγουδίστρια. Συγκαταλέγεται στις σημαντικότερες ερμηνεύτριες της τζαζ, μαζί με την Έλα Φιτζέραλντ και την Μπίλι Χόλιντεϊ. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της έπειτα από μία επιτυχημένη… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • Ισμαήλ — I (4ος αι. μ.Χ.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ι. έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον συντρόφευαν οι Πέρσες Μανουήλ και Σαβέλ, αποδοκίμασε τον αυτοκράτορα γιατί θυσίαζε στα… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»