-
1 ρεμπεσκές
ο, ρεμπέτα η непутёвый человек; шалопай, лентяй, -ка; тунеяд|ец, -ка -
2 ρεμπέτης
ο, ρεμπέτισσα η1) см. ρεμπεσκές; 2) хулиган, -ка; хам, -ка; бандит, -ка
См. также в других словарях:
ρεμπεσκές — ο, Ν 1. αυτός που αποφεύγει τη δουλεία και τον κόπο, φυγόπονος 2. ανεπρόκοπος, τεμπέλης 3. αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης προέλευσης. Κατά μία ελάχιστα πιθανή άποψη < αλβ. rrebesh «ατύχημα»] … Dictionary of Greek
ρεμπεσκές — ο (λ. τουρκ.), άνθρωπος απρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεμπέτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)