-
1 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание -
2 ρεύμα
-
3 ρεύμα
[рэвма] ουσ. о. течение, струя, ток.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρεύμα
-
4 ρεύμα
[рэвма] ουσ ο течение, струя, ток. -
5 ρευματιον
-
6 ακοιμητος
21) не знающий сна, никогда не отдыхающий, вечно бодрствующий(ῥεῦμα Ὠκεανοῦ Aesch.; Νύμφαι Theocr.; δόρατα Anth.)
2) неугасимый(πῦρ Plut.)
-
7 αντιμεταβασις
-
8 αυτοπονητος
-
9 γωνια
ион. γωνίη ἥ1) угол(τοῦ προνηΐου Her.; ἥ ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τείνουσα γραμμή Plat.)
κατ΄ ὀξείας γωνίας Arst. — под острым углом;πρὸς ὁμοίας γωνίας Arst. — под равными углами;κεφαλέ γωνίας NT. — краеугольный камень;αἱ τέσσαραι γωνίαι τῆς γῆς NT. — четыре страны света;ἐν γωνίᾳ NT. — в углу, т.е. келейно, тайком2) углообразный выступ3) угольник(κανόνες καὴ γωνίαι Plat.; σφαῖραι καὴ γωνίαι Plut.)
4) угол мостового устоя ( для разрезания волн) -
10 δενδρεοθρεπτος
-
11 Διρκαιος
-
12 εκσχιζω
-
13 εξορμαω
1) двигать, отправлять(ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν Aesch.)
ῥεῦμα στρατοῦ ἐ. Eur. — двигать стремительное войско, т.е. стремительно двигаться с войском;πάλιν ἐ. Eur. — повернуть (направить) обратно;ἐ. τέν ναῦν Thuc. — приводить в движение корабль;ἐ. τὸν πόδα Arph. — отправиться, тронуться;pass. — устремляться:γλυφίδες τόξων ἐξορμώμεναι Eur. — стрелы, слетающие с луков;ἐ. πρὸς ἔργον Eur. — приняться за дело2) побуждать, поощрять(τινα ἐπὴ τέν ἀρετήν Xen.)
3) возбуждать, подстрекать(εἰς Εὔβοιαν τοὺς Ἀθηναίους Plut.)
4) устремляться, отправлятьсяμέ σε λάθῃσιν κεῖσ΄ ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Hom. — чтобы не ускользнул от тебя сюда устремившийся корабль;
δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ Xen. — сюда мы отправились пешком;ἐ. χθονός Eur. — покинуть страну;κλῄθρων ἐ. Eur. — уходить из дому5) прорываться наружу, обостряться(ἥ νόσος ἐξώρμηκεν Soph.)
-
14 θολερος
31) мутный, илистый, непрозрачный(ῥεῦμα Thuc., Plut.; ποταμός Her., Plat.; ὕδωρ Plat., Arst.)
ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέϊ πλίνθον погов. Theocr. — прозрачной водой мыть непрозрачный кирпич, т.е. трудиться без пользы (ср. лат. lavare laterem)2) туманный, мглистый(ἀήρ Plat., Plut.)
3) темный, мрачный, густой(νεφέλαι Anth.)
4) грязный, нечистоплотный(ὗς Plut.)
5) перен. нечистый, порочный(δῶμα Eur.)
6) спутанный, взволнованный, сбивчивый(λόγοι Aesch.; λογισμός Plut.)
θ. χειμών Soph. — спутанность мыслей, умопомешательство -
15 καταπηγνυμι
и Arst. (только praes.) καταπηγνύω (fut. καταπήξω, aor. κατέπηξα, pf. καταπέπηγα; aor. 2 pass. κατεπάγην)1) вонзать, втыкать(ἔγχος ἐπὴ χθονί Hom.; εἰς τέν γῆν τι Arst.)
2) вбивать, вколачивать(σκόλοπας Hom., Her.; ὀβελίσκους περὴ τὸν τάφον Arst.)
στήλη καταπεπηγυῖα Her. — врытый в землю столб3) замораживать, pass. замерзать, застывать(ρεῦμα καταπαγέν Plut.) или коченеть (οἱ ἰχθύες ὑπὸ τοῦ ψύχους καταπήγνυνται Arst.)
-
16 παρεκχεω
выливать, переливать(ἐκ θατέρου εἰς θάτερον Sext.)
τὸ ῥεῦμα παρεκχυθέν Diod. — разлившаяся река, наводнение -
17 περασιμος
-
18 προσαναβαινω
1) в(о)сходить, подниматься(πρός τι Arst.; ἀνώτερον NT.)
2) ( о реке) вздуваться, разливаться(τὸ ῥεῦμα προσαναβεβηκός Polyb.)
3) ( о пополнениях в коннице) вновь садиться на конейεἰ μέ προσανκρήσονται ἱππεῖς, μείονες ἀεὴ ἔσονται Xen. — если не будут прибывать новые всадники, (наличный состав конницы) будет все убавляться
4) ( в рассказе) восходить, доходить(τῷ Ῥωμύλῳ Plut.)
-
19 διφασικός
η, ό[ν] эл. двухфазный;διφασικό (ρεύμα) — двухфазный ток
-
20 εναλλασσόμενος
η, ο[ν] чередующийся, перемежающийся, переменный;εναλλασσόμενοςο ρεύμα — эл. переменный ток
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥεῦμα — that which flows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ρεύμα — το βλ. ρέμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
Μέγα Ρεύμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 22 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων … Dictionary of Greek
αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek