-
1 παλινδορία
πᾰλιν-δορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινδορία
См. также в других словарях:
παλινδορία — παλινδορία, ἡ (Α) 1. κατεργασία δέρματος για πέλματα υποδημάτων 2. (με περιλπτ. σημ.) μπαλωμένα παπούτσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δορία (< δόρος < δορά)] … Dictionary of Greek