-
1 λωφαω
-
2 πνεω
эп. πνείω (fut. πνεύσω и πνεύσομαι - редко πνευσοῦμαι, aor. ἔπνευσα, эп. aor. 2 ἔπνῠον, pf. πέπνευκα; pass.: aor. ἐπνεύσθην, pf. πέπνῡμαι, ppf. ἐπεπνύμην - эп. πεπνύμην с ῡ)1) дуть, веять(οὖροι πνείοντες Hom.)
ἐτησίαι οὐκ ἔπνευσαν Her. — этесийские ветры не дули;ὅ πνέων (sc. ἄνεμος) Luc. — ветер2) ( о духовых инструментах) издавать звуки, игратьἡδὺ π. Anth. — издавать сладостные звуки
3) издавать запах, пахнутьἡδὺ π. Hom. — благоухать;
4) дышатьοἱ πνέοντες Soph. — живущие, живые5) сопеть, храпеть(οἱ πνείοντες ἵπποι Hom.; ὕπνῳ π. Aesch.)
6) перен. дышать, быть исполненнымπόθου π. Anth. — дышать (гореть) страстью;
πῦρ π. Soph. — извергать пламя, пылать;μένεα πνείοντες Hom. — преисполненные храбрости;π. κενεά Pind. — быть одержимым пустым тщеславием;π. κότον Aesch. — пылать гневом;π. μέγα и μεγάλα Eur. — быть охваченным гордостью, быть высокомерным;Ἄρη πνέων Aesch. — охваченный воинственным жаром;πνέοντες δόρυ καὴ λόγχας Arph. — целиком преданные копьям и пикам, т.е. помышляющие лишь о войне;π. χαρίτων Anth. — быть исполненным прелести7) вдыхать, вдохновлять, pf. pass. быть разумнымπεπνυμένος Hom. — разумный;
οὔ σ΄ ἔτυμόν γε φάμεν πεπνῦσθαι Ἀχαιοί Hom. — неправильно называли тебя разумным мы, ахейцы -
3 ποθος
ὅ1) томление, тоска, влечениеπ. τινός Hom., Trag., Her. etc. — тоска по кому(чему)-л.;
ὅτου σε π. μάλιστ΄ ἔχει Soph. — то, к чему тебя больше всего влечет;σὸς π. Hom. — тоска по тебе;τοὐμῷ πόθῳ Soph. — с тоски по мне;οἱ θρῆνοι καὴ πόθοι Plat. — жалобы и томления2) любовное томление, любовь, страсть(γυναικός Arph.)
πόθου κέντρα Plat. — любовное возбуждение -
4 τερψις
- εως, ион. ιος ἠ1) удовольствие, наслаждение, радость(δείπνων τέρψιες Pind.; ἥβης τ. Aesch.)
ἐς τέρψιν ἰέναι Eur. — проникаться радостью;ἦν μοι τ. ἐκπεσεῖν χθονός Soph. — для меня (Эдипа) было радостью изгнание2) удовлетворение
См. также в других словарях:
Πόθου — Πόθος longing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόθου — πόθος longing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία — (Μύρινα Λήμνου 1933 –). Λογοτέχνης. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών της διορίστηκε υπάλληλος στο Επαρχείο Λήμνου και αργότερα μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Παράλληλα με την εργασία της σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε ως… … Dictionary of Greek
πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
Church of St. Evphemianos (or Themonianos) in Lysi, Cyprus — Church of St. Evphemianos Church of St. Evphemianos in Lysi, Cyprus (June 2010) 35° 5 8.70 N 33°39 53.00 E Location Lysi Country Cyprus Denomination … Wikipedia
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
επιτυχία — η (AM ἐπιτυχία) [επιτυχής] αίσια και ευτυχής έκβαση, ευδοκίμηση, ευόδωση, τελεσφόρηση (α. «επιτυχία στις εξετάσεις» β. «τὴν ἐν ταῑς μάχαις ἐπιτυχίαν», Πολ.) μσν. σύνοδος, συνάντηση, σχέση («τὸ διακαὲς τοῡ πόθου τῇ ἐλπίδι τῆς ἐπιτυχίας… … Dictionary of Greek
ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
θίσβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση την αναφέρει ως κόρη του Ασωπού, επώνυμη της ομώνυμης βοιωτικής πόλης. Το όνομά της συνδέεται με τον μύθο του νεαρού Πύραμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου αυτού, ο Πύραμος αναζητούσε τη Θ., η οποία όμως… … Dictionary of Greek