-
1 πιτυλος
(ῐ) ὅ1) мерный плеск весел(νεὼς π. εὐήρης Eur.)
2) νεὼς π. Eur. = ναῦς См. ναυς3) падение (капель), капаниеπ. δακρύων Eur. — потоки слез;
π. σκύφου Eur. — плеск (вина) в чашах4) удар(ы)(Ἀργείου δορός Eur.)
δυοὴν πιτύλοιν Eur. — двумя ударами;5) приступ, припадок(μανίας π. Eur.)
εἰς τὸν πίτυλον ἥκειν φόβου Eur. — быть охваченным страхом -
2 ευηρης
-
3 πομπιμος
2 и 31) ведущий, провожающий, сопровождающий(ὅ δαίμων Eur.)
πόμπιμον ἔχειν τινά Eur. — иметь кого-л. проводником2) сопутствующий(πίτυλος Aesch.)
3) попутный(πνοαί Eur.)
4) посланныйπομπίμα φάτις δωμάτων Eur. — доносящаяся из дворца речь5) служащий средством передвижения(ὄχημα Plut.)
6) обеспечивающий возвращение, приводящий домой(κῶπαι Soph.)
νόστου πόμπιμον τέλος Pind. — (благополучное) возвращение домой7) дающий приют (страннику), гостеприимный(χώρα Eur.)
См. также в других словарях:
πίτυλος — sweep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… … Dictionary of Greek
πιτύλοιν — πίτυλος sweep masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύλοις — πίτυλος sweep masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύλους — πίτυλος sweep masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύλων — πίτυλος sweep masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιτύλῳ — πίτυλος sweep masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίτυλον — πίτυλος sweep masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary
-υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ … Dictionary of Greek
ευήρης — εὐήρης, ες (Α) 1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ. β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.) 2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν»,… … Dictionary of Greek