-
1 πετρινος
-
2 πέτρινος
η, ο[ν] прям., перен. каменный -
3 πέτρινος
[пзтринос] еж. каменныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πέτρινος
-
4 πέτρινος
[пзтринос] еж. каменный. -
5 αστηρ
1) звезда(ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς Hom.; Σείριος ἀ. Hes.; ἀστέρες πλάνητες Arst.)
2) метеор(διατρέχοντες ἀστέρες Arph.)
3) небесное знамение(ἀστέρα εἷναι Hom.)
4) метеорит(ἀ. πέτρινος Diog.L.)
5) сигнальный огонь, пламя(δόλιον ἀστέρα λάμψαι Eur.)
6) перен. светило, светоч, краса(ἀ. πατρίδος Plut.)
7) зоол. морская звезда ( Stella marina или Asterias) Arst.8) астер ( род самосветящегося камня) Plut. -
6 πετρένιος
α, ο см. πέτρινος
См. также в других словарях:
πέτρινος — rocky masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρινος — η, ο / πέτρινος, ίνη, ον, ΝΜΑ [πέτρα] 1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος τού Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.) 2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος») 3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά») μσν. (για τη Νιόβη)… … Dictionary of Greek
πέτρινος — η, ο 1. ο από πέτρα κατασκευασμένος: Πέτρινο σπίτι. – Πέτρινα σκαλιά. 2. μτφ., σκληρός: Έχει πέτρινη καρδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετρίνων — πέτρινος rocky fem gen pl πέτρινος rocky masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρινον — πέτρινος rocky masc acc sg πέτρινος rocky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίναις — πέτρινος rocky fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνη — πέτρινος rocky fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνην — πέτρινος rocky fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνης — πέτρινος rocky fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνοις — πέτρινος rocky masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετρίνοισι — πέτρινος rocky masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)