Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πέσ-ος

См. также в других словарях:

  • πέσ(σ)ον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χωρίον Κύπριοι, πεδίον, Αἰολεῑς τινὲς ὁμαλές» …   Dictionary of Greek

  • πέσημα — τὸ, Α 1. το πέσιμο, η πτώση 2. αυτό που έχει πέσει 3. φρ. «νεκρῶν πεσήματα» τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω* + κατάλ. ημα (πρβλ. αρίθμ ημα)] …   Dictionary of Greek

  • πέσιμο — το / πέσιμον, ΝΜ πτώση νεοελλ. (για οικον. αξίες) μείωση, ελάττωση («το πέσιμο τών μετοχών αναστάτωσε το χρηματιστήριο») μσν. (για στρατεύματα) συγκέντρωση, συρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • πέσος — τὸ, Α η πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω*, κατά τα ουδ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • πέσωμα — το, ΝΜ πτώση, πέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω + κατάλ. ωμα (πρβλ. ρίζωμα)] …   Dictionary of Greek

  • πεσιό — το, Ν το πλάγιασμα, η κατάκλιση τού σώματος σε πλάγια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιό (πρβλ. καθισ ιό)] …   Dictionary of Greek

  • πεσσούμενος — η, ο, Ν φρ. «πεσσούμενο άστρο» διάττων αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού έ πεσ α, αορ. τού πέφτω, κατά τη μτχ. κινούμενος)] …   Dictionary of Greek

  • πεσωματιά — και πεσοματιά και πεσματιά, η, Ν 1. πτώση, πέσιμο 2. τραύμα, τραυματισμός από πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού έ πεσ α, αόρ. τού πέφτω, κατά τα θηλ. σε ωματιά (πρβλ. λαδ ωματιά, δαγκ ωματιά)] …   Dictionary of Greek

  • πεσωμός — και πεσομός, ο, Ν πτώση, πέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω, κατά τα αρσ. σε ωμός (πρβλ. τσακ ωμός, ξεσηκ ωμός)] …   Dictionary of Greek

  • πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • σπάσιμο — το, Ν 1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού») 2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο») 3. κήλη 4. ρήξη τού παρθενικού υμένα 5. υπερβολική κούραση 6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» πρόκληση εκνευρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»