-
1 πί̄πτω
πί̄πτωGrammatical information: v.Meaning: `to fall, to fall off, to drop down, to fall out' (Il.).Other forms: Fut. πεσέομαι (ep. Ion.), - οῦμαι (Att.), aor. πετεῖν, ἔπετον (Dor. Aeol.), πεσεῖν, ἔπεσον (IA.), perf. ptc. acc. πεπτ-εῶτ', - εῶτας (ep.), nom. - ηώς (Ion.; also of πτήσσω), - ώς (trag.), ind. πέπτωκα, ptc. - ωκώς (Att.).Derivatives: Many derivv. 1. πότ-μος m. `(falling) fate, destiny, (the fate of) death' (ep. poet. Il.). 2. πτῶ-μα n., often w. prefix ( σύμ-πί̄πτω etc. from συμ-πίπτειν etc.) in diff. senses, `fall, plunge, the fallen, the corpse' (Att. A., hell.) with dimin. - μάτιον (inscr. Asia Minor), - ματίς f. `tumbling cup' (Mosch. ap. Ath.), - ματικός `inclined towards falling etc.' (hell.), - ματίζω `to bring down' (hell.) with - ματισμός m. `falling sickness' (Ptol.). 3. πτῶ-σις ( σύμ-πί̄πτω etc.) f. `fall' (Hp., Att.), a.o. `fall of the die', from where as gramm. term `form of flection, case' (Arist.), with - σιμος `brought down' (A.; after ἁλώσιμος? Arbenz 80), - τικός ( μετα-πί̄πτω a.o.) `inflectable' (Gramm.). 4. πέσ-ος n. `corpse' (E. in lyr.), - ημα n. `fall, the fallen down, the corpse' (trag.; Chantraine Form. 184, v. Wilamowitz Eur. Her. to v. 1131), - ωμα n. `plunge' (vase-inscr.; after πτῶμα). 5. - πετής a.o. in περι-, προ-πετής `falling down, blundering into smth.' resp. `falling over, prepared, rash' with περι-, προ-πέτ-εια f. (IA.); also in compounds as εὑ-πετής `to turn out well, convenient, fortunate' with - εια f. (IA.); διι-πετής s. v. 6. - πτώς in ἀ-πτώς, - ῶτος `not falling' (Pi., Pl.); also - πτης in ἀπτης (inscr. Olympia)? -- On ποταμός s. v.Etymology: The remarkable σ for τ in IA. πεσέομαι, - οῦμαι and πεσεῖν is secondary and not convincingly explained; cf. Schwyzer 271 Zus. 2 w. lit., 746 n. 6 and Chantraine Gramm. hom. 1, 451. -- The pair πί̄πτω (with ī after ῥί̄πτω?): πετεῖν agrees with γίγνομαι: γενέσθαι; to this the disyllabic fut. πεσέ-ομαι for *πετέ-[σ]ομαι and the full grades πτω-, πτη- in πέ-πτω-κα, πτῶ-μα, - σις, πε-πτη-ώς cannot be compared with γενέ-τωρ, γνή-σιος which has *ǵenh₁-, ǵn̥h₁- (not here γνωτός?; s. on γίγνομαι), s. Schwyzer 746, 784 a. 360. The origin of the alternative root forms is not well known. An innovation is πίτ-νω (- νῶ) with ι as in several ν-presents (Schwyzer 695). -- The whole system is a specific Greek development of the old verb also found in πέτομαι `fly'; the meaning `fall' is also found a.o. in Skt. pátati. A point of contact show the fut. *πετέ-[σ]ομαι: Skt. pati-ṣyáti; morpholog. close are also πότμος and Skt. pát-man- n. `flight, course, path' (would be Gr. *πέτμα). -- Further s. πέτομαι; cf. also πτήσσω and πίτυλος (which hardly belongs here).Page in Frisk: 2,542-543Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πί̄πτω
См. также в других словарях:
πέσ(σ)ον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χωρίον Κύπριοι, πεδίον, Αἰολεῑς τινὲς ὁμαλές» … Dictionary of Greek
πέσημα — τὸ, Α 1. το πέσιμο, η πτώση 2. αυτό που έχει πέσει 3. φρ. «νεκρῶν πεσήματα» τα πτώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω* + κατάλ. ημα (πρβλ. αρίθμ ημα)] … Dictionary of Greek
πέσιμο — το / πέσιμον, ΝΜ πτώση νεοελλ. (για οικον. αξίες) μείωση, ελάττωση («το πέσιμο τών μετοχών αναστάτωσε το χρηματιστήριο») μσν. (για στρατεύματα) συγκέντρωση, συρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
πέσος — τὸ, Α η πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω*, κατά τα ουδ. σε ος] … Dictionary of Greek
πέσωμα — το, ΝΜ πτώση, πέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω + κατάλ. ωμα (πρβλ. ρίζωμα)] … Dictionary of Greek
πεσιό — το, Ν το πλάγιασμα, η κατάκλιση τού σώματος σε πλάγια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιό (πρβλ. καθισ ιό)] … Dictionary of Greek
πεσσούμενος — η, ο, Ν φρ. «πεσσούμενο άστρο» διάττων αστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού έ πεσ α, αορ. τού πέφτω, κατά τη μτχ. κινούμενος)] … Dictionary of Greek
πεσωματιά — και πεσοματιά και πεσματιά, η, Ν 1. πτώση, πέσιμο 2. τραύμα, τραυματισμός από πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού έ πεσ α, αόρ. τού πέφτω, κατά τα θηλ. σε ωματιά (πρβλ. λαδ ωματιά, δαγκ ωματιά)] … Dictionary of Greek
πεσωμός — και πεσομός, ο, Ν πτώση, πέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αορ. έ πεσ α τού πέφτω, κατά τα αρσ. σε ωμός (πρβλ. τσακ ωμός, ξεσηκ ωμός)] … Dictionary of Greek
πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… … Dictionary of Greek
σπάσιμο — το, Ν 1. το να σπάσει κάτι, θραύση, θλάση («σπάσιμο ποτηριού») 2. κάταγμα οστού («έχει σπάσιμο στο γόνατο») 3. κήλη 4. ρήξη τού παρθενικού υμένα 5. υπερβολική κούραση 6. φρ. «σπάσιμο νεύρων» ή, απλώς, «σπάσιμο» πρόκληση εκνευρισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek